Το άρθρο αυτό αποτελεί περίληψη ομιλίας μου κατά την εκδήλωση
που διοργάνωσε η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου, στις 27 Νοεμβρίου 2016, με θέμα: “Οι Φιλαρμονικές των Επτανήσων τον 19ο αιώνα
και η απαρχή της μουσικής παιδείας στον Ελληνικό χώρο»..
Κατά την ομιλία μου αυτή, αντικρίζοντας τις Επτανησιακές
Φιλαρμονικές ως εκπαιδευτικούς οργανισμούς, προσπάθησα να καταδείξω την πραγματική
πρωτεύουσα θέση της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου ανάμεσά τους, ξεπερνώντας, εν
μέρει, τον χαρακτηρισμό της «παλαιότερης
Φιλαρμονικής στην Ελλάδα», που οι Ληξουριώτες διεκδικούμε για την Μουσική μας.
Η παράδοση θέλει την Φιλαρμονική μας να γεννάται το 1836. Μια
χρονολογία που έχει γίνει έμβλημα για το Σωματείο μας, αλλά και για κάθε Ληξουριώτη.
Το περίεργο είναι ότι σε καμία γραπτή πηγή δεν αναφέρεται η χρονολογία αυτή. Ο
Τσιτσέλης στα «Σύμμικτά» του, σε μια υποσημείωση στην βιογραφία του Πέτρου
Σκαρλάτου, υποστηρίζει ότι η Φιλαρμονική μας ιδρύθηκε το 1837, ένα χρόνο μετά
την Αργοστολιώτικη Φιλαρμονική, χωρίς να αναφέρει κανένα στοιχείο, βασιζόμενος
μάλλον σε προφορικές μαρτυρίες του ήδη υπέργηρου Σκαρλάτου. Από την άλλη
πλευρά, ο θυρεός που υπήρχε στο προσεισμικό κτήριο που στέγαζε την Φιλαρμονική
μας ανέφερε ως έτος ίδρυσης το 1832, παλιές σφραγίδες του σωματείου ανέφεραν
έτος ίδρυσης το 1834, ακόμα και το τωρινό καταστατικό μας, που συντάχθηκε το
1972, αναφέρει ως έτος ίδρυσης μας το 1831. Αυτά τα στοιχεία, παρόλο που δεν
είναι αξιόλογα για την ιστορική έρευνα, μας δείχνουν (αν σκεφτούμε και ότι στον
χρόνο της δημιουργίας τους δεν είχε αρχίσει ακόμη η «διαμάχη» για το ποια
Φιλαρμονική είναι η αρχαιότερη), ότι οι ασχολούμενοι εκείνες τις εποχές με τα
του Σωματείου «κάτι ήξεραν», κάτι είχαν ακούσει από παλιές, ξεθωριασμένες
αναμνήσεις, για προσπάθεια δημιουργίας ή για δημιουργία φιλαρμονικής στο
Ληξούρι κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα και, σιγά – σιγά,
μέσα από την αχλή του παρελθόντος δημιουργήθηκε ως «μέσος όρος» το έμβλημα του
1836.
Εκείνος που έριξε φως στην ιστορική έρευνα είναι ο Ιστορικός
Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος, κατά την ανακοίνωσή του στο Πανιόνιο Συνέδριο του
1996, όταν παρουσίασε, ανασύροντάς τα από το αρχείο του ιστοριοδίφη Ηλία
Τσιτσέλη, ιδρυτικά έγγραφα της «Συντροφιάς των Μουσικών», ενός τρόπον τινά
σωματείου, που ιδρύεται στο Ληξούρι τον Σεπτέμβριο του 1839. Αυτά τα έγγραφα
μας υποχρεώνουν, ξεπερνώντας τον θρύλο του 1836 και μέχρι η έρευνα να
προχωρήσει βαθύτερα, να δεχθούμε την γέννηση της Φιλαρμονικής μας στα 1839.
Το 1839 λοιπόν, μια παρέα 20χρονων Ληξουριωτών, καταρτίζει,
με κάθε λεπτομέρεια, ένα «Καταστατικό», τους «Κανόνες των Μουσικών», ορίζει
πρόεδρό της τον 40χρονο τότε συμβολαιογράφο Ανδρέα Τυπάλδο – Μπασιά,
προσλαμβάνει δάσκαλο της μουσικής τον Ιταλό Nikola Olivieri, ενοικιάζει το σπίτι του Φωτίου
Κρασσά, στην κοντράδα της Παναγίας των Κλαδάδων και εκεί αρχίζει μαθήματα και
πρόβες.
Οι σκοποί και οι ενέργειές τους,
είναι απολύτως ξεκάθαροι: Οι ίδιοι οι μουσικοί, που αποτελούν και συνδρομητές
και διοικητικό συμβούλιο, δηλώνουν από την αρχή ότι σκοπός τους είναι, δι’ εξόδων τους, να φέρουν
«διδάσκαλο ινα διδαχθώσιν την Μουσικήν»˙
το μισθωτήριο με τον Κρασσά, αναφέρει ότι στο σπίτι του θα «φορμαρισθεί σχολείο μουσικής»˙
σε ανακοίνωσή του προς εξεύρεση συνδρομητών, ο Ανδρέας Τυπάλδος – Μπασιάς
δηλώνει απερίφραστα τον σκοπό της όλης δράσης τους : «ίνα φωτιστεί η νεολαία της πατρίδος μας»!
Προσωπικά, δεν μου μένει καμία αμφιβολία: Αυτή η παρέα των εικοσάχρονων Ληξουριωτών
ιδρύει το πρώτο οργανωμένο μουσικό σχολείο στον ελληνικό χώρο. Κι αν η
προσπάθειά τους κράτησε ίσως μόνο τρία χρόνια (αφού «χάνουμε» την Φιλαρμονική από
τις ιστορικές αναφορές το 1841 για να την ξαναβρούμε μερικά χρόνια αργότερα,
την δεκαετία του 1850), ήταν αρκετή για να δώσει δυναμική και χαρακτήρα στο
κοινωνικό φαινόμενο της Φιλαρμονικής μας, παρόλα τα «σκαμπανεβάσματα» που
ακολούθησαν τα επόμενα 170 χρόνια.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος, γιατί αποκαλώ την Συντροφιά των
Μουσικών εκείνη «πρώτο μουσικό σχολείο στον ελληνικό χώρο» από την στιγμή που ξεκινάει
το 1839, μετά δηλαδή από τη πιθανολογούμενη ίδρυση κάποιων άλλων επτανησιακών
φιλαρμονικών. Για να εξηγήσω την άποψή μου, θα πρέπει να αναφερθώ με λίγα λόγια
στις άλλες φιλαρμονικές που διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία στην παλαιότητα.
Πρώτη στον χορό των
χρονολογιών μπαίνει η Ζάκυνθος, η οποία διεκδικεί την ίδρυση Φιλαρμονικής ήδη
από το 1816! Ο Αγγελο - Διονύσης Δεμπόνος όμως, δικαίως απορρίπτει αυτήν την
χρονολογία, αντιλέγοντας ότι ναι μεν τότε, στην Ζάκυνθο, άρχισε να λειτουργεί
κάποιο μουσικό εκπαιδευτήριο, αλλά συνέχεια και εξέλιξη σε ορχήστρα, σε μπάντα,
σε αυτό που αποκαλούμε «Φιλαρμονική», δεν φαίνεται να υπήρξε.
Στην συνέχεια έρχεται η δοκιμαζόμενη σήμερα Φιλαρμονική Σχολή
Κεφαλληνίας. Η Φιλαρμονική του Αργοστολίου, είχε την τύχη να συγγραφεί η
Ιστορία της από τον μεγάλο ιστορικό ερευνητή μας, τον Αγγελο – Διονύση
Δεμπόνο. Ο κ. Δεμπόνος, πραγματοποιώντας
την γνωστή βαθειά του έρευνα στο Ιστορικό Αρχείο, ανακάλυψε μια δικαστική
απόφαση του 1841, η οποία αναφέρει ότι το 1838, κάποιοι «ανώνυμοι νέοι» κυκλοφόρησαν
έγγραφο, με το οποίο καλούσαν τους ενδιαφερόμενους να εγγραφούν συνδρομητές,
προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την προσπάθειά τους να διδαχθούν μουσική.
Επιπλέον η απόφαση αναφέρει (και αυτό είναι πολύ σημαντικό), ότι οι νεαροί
ξεκίνησαν την σπουδή τους και τελικά καταδικάζει κάποιους ασυνεπείς συνδρομητές
στη καταβολή της συνδρομής τους. Και εδώ όμως παρατηρούμε κάποιες ουσιώδεις
διαφορές από την δική μας «Συντροφιά των Μουσικών»: Κατ’ αρχάς εκείνο το
«συνέχισαν την σπουδή τους» είναι πολύ αόριστο σε σχέση με το τι κατόρθωσε η
Ληξουριώτικη Συντροφιά, η οποία εγγράφως αποδεικνύεται ότι: προσέλαβε διαδοχικά
δύο Μαέστρους, τον Νικόλα Ολιβιέρι που προανέφερα, και τον Τζουζέπε Κρίκα,
αγόρασε από Ιταλό έμπορο μουσικά όργανα μπάντας, τα οποία παρέδωσε στους
μαθητές για να μελετούν στο σπίτι τους (από την απόδειξη παραλαβής έχουμε και
τα ονόματα εκείνων των πρώτων καταγεγραμμένων μαθητών – μουσικών μας),
πραγματοποιούσε πρόβες, όπως βλέπουμε στο «ημεροδρόμιο» που κρατά ο Ανδρέας
Τυπάλδος – Μπασιάς και πιθανότατα πραγματοποίησε και συναυλίες, αφού στο ίδιο
ημεροδρόμιο αναφέρονται έσοδα από «μπενεφιτσιάτα», δηλαδή ευεργετική εκδήλωση, για
την Φιλαρμονική. Κυρίως όμως, από το καταστατικό τους κείμενο, τους Κανόνες των
Μουσικών, καθώς και από το γεγονός ότι οι ίδιοι στην αρχή χρηματοδότησαν την
προσπάθειά τους, αποδεικνύεται ξεκάθαρα ότι αυτά τα ίσως πριν «κακομαθημένα»
αρχοντόπουλα της «Συντροφιάς», υπέταξαν εαυτούς στην κοινωνία απόλυτης ισότητας
και σύμπραξης που αποτελεί ένα μουσικό σύνολο, μπήκαν σε κόπους και θυσίες με
μόνο σκοπό να διδαχθώσιν την «επιστήμην», όπως αναφέρουν, της Μουσικής. Κάτι
που στην προσπάθεια των γειτόνων μας, δεν αποδεικνύεται σαφώς.
Τέλος, η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, παρόλο που ιδρύθηκε το
1840, υπερηφανεύεται ότι είναι η μόνη Φιλαρμονική που συνέχισε αδιάλειπτα την
λειτουργία της από την γέννησή της μέχρι σήμερα, χωρίς διαλύσεις και
επανιδρύσεις. Και αυτό είναι ένα προνόμιο
που ουδείς μπορεί να της αρνηθεί. Όμως, όπως μας λέει ο εντρυφής
μουσικολόγος Κωνσταντίνος Καρδάμης, κατά τον πρώτο καιρό της δημιουργίας της, η
«Παλαιά», κατά κάποιον τρόπο διαχωρίζεται από τους μουσικούς της, αφού συνάπτει με αυτούς συμβόλαιο, που ορίζει
τις αμοιβές τους. Συνεπώς, η σεβάσμια «Παλαιά», που στην συνέχεια αποτέλεσε και
αποτελεί το καύχημα των ελληνικών Φιλαρμονικών και ένα πανευρωπαϊκό υπόδειγμα
παροχής μουσικής παιδείας, στο λυκαυγές της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μουσικό
σχολείο, αφού μαθητές αμειβόμενοι δεν
υπάρχουν. Ξεκίνησε σαν Φιλαρμονική,
αλλά Φιλαρμονική Σχολή έγινε στην συνέχεια.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι
στο Ληξούρι ανήκει η ύψιστη τιμή
και ευθύνη της δημιουργίας του πρώτου γνήσιου μουσικού σχολείου, στο οποίο
δώσαμε την ιδανική «φόρμα», αυτήν του μουσικού συνόλου της μπάντας, που μπορεί
να δώσει την υπέρτατη παιδεία, αυτήν της υποταγής ενός ισχυρού «εγώ» στο
κοινωνικό σύνολο.
Ανεξάρτητα από το έτος της ιδρύσεώς της, αυτά είναι τα αληθινά πρωτεία της Φιλαρμονικής μας. Της
Φιλαρμονικής μας, που όσες φορές αντιλήφθηκε την εκπαιδευτική της σημασία όχι
μόνο για τους μαθητές της, αλλά για όλη την ληξουριώτικη κοινωνία, ήκμασε και
μαζί της άνθισε κοινωνικά και πνευματικά και το Ληξούρι˙ όσες φορές πάλι απομακρύνθηκε
από τον εκπαιδευτικό της χαρακτήρα, έχασε την δύναμή της και κινδύνευσε να
σβήσει.
Σήμερα, για μια φορά ακόμα ζούμε μαζί το παρελθόν, το παρόν
και το μέλλον της Φιλαρμονικής μας. Κρατάμε όμως τις λαμπρές στιγμές του
παρελθόντος, πατάμε γερά στο παρόν και ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον. Γιατί
γύρω στα 80 παιδιά και έφηβοι γεμίζουν κάθε απόγευμα την Φιλαρμονική μας και
δεν λένε να «ξεκολλήσουν». Γιατί και πάλι ξαναζεί το πάθος για την Φιλαρμονική
Σχολή Ληξουρίου, που φλόγιζε την «Συντροφιά των Μουσικών».
Η
Φιλαρμονική μας μπορεί να μεγαλουργήσει όπως ποτέ άλλοτε. Αρκεί να έχουμε
συνεχώς στο μυαλό μας εκείνες τις επτά λέξεις του Ανδρέα Τυπάλδου – Μπασιά, που
ορίζουν τα αληθινά μας πρωτεία: «ίνα
φωτισθεί η νεολαία της πατρίδος μας».