Ετικέτες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τοπική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τοπική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΕΣ ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΕΣ

 Διαδικτυακή ομιλία μου την Μεγάλη Τετάρτη 28/4/2021, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων "Μεγάλη Εβδομάδα, με την Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου"



Εισαγωγή

Όσα θα πω σήμερα, δεν είναι παρά η εκτύλιξη της σκέψης μου, του προβληματισμού μου, αν θέλετε, για τα αίτια της δημιουργίας των  πρώτων επτανησιακών Φιλαρμονικών Σχολών. Αίτια όχι τόσο εξωτερικά, «τοις πράγμασι», αλλά κυρίως ψυχικά, πνευματικά, αίτια «παραγωγικά βουλήσεως» όσων έδρασαν και μόχθησαν  για την θεμελίωση των πρώτων Φιλαρμονικών μας.

Όπως καταλαβαίνετε το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Πώς μπορείς να ερευνήσεις τις ψυχές και τους νόες εκείνων των πιονέρων «φιλαρμονικάριων» 200 χρόνια μετά την δράση και τον βίο τους; Μόνο, αλλά μεγάλο βοήθημα, η Τέχνη που διάλεξαν να υπηρετήσουν, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές – πολιτικές συνθήκες της εποχής εκείνης.

Για να μην πελαγοδρομήσει δε η ομιλία μου,  καταφεύγω σε δύο προσωπικά βοηθήματα:

1ον) Βασίζομαι κυρίως στην εξέλιξη της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου, όχι γιατί υποτιμώ τις Φιλαρμονικές των άλλων νησιών, αλλά γιατί αυτής της Φιλαρμονικής προσπαθώ από 11 χρονών, να γίνω κι εγώ κύτταρο της ύπαρξής της και συνεπώς μπορώ να δω καλύτερα τα «εσωτερικά» αίτια της δημιουργίας της και επίσης αυτής διαθέτουμε τα  «ιδρυτικά έγγραφα» του 1839, πολύτιμα ντοκουμέντα (και)  για τη νοοτροπία των ιδρυτών της   και 2ον) πιάνω το νήμα της ιστορίας από πολύ παλιά -από το 726 μ.Χ.- και ακολουθώντας το φτάνω μέχρι την εποχή της «Γενέσεως» των Φιλαρμονικών μας.


Εικονομαχία

Η ιστόρησή μας, λοιπόν, ξεκινάει χρονικά από το 726 μ.Χ. και τοπικά από την Κωνσταντινούπολη· όταν ο Αυτοκράτορας  Λέων Γ’ επιχειρεί να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού από την Χαλκή Πύλη, αρχίζοντας «επίσημα» την περίοδο της Εικονομαχίας.

Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε τι ώθησε τον Λέοντα και τους διαδόχους του εναντίον των εικόνων· ίσως να ήταν η «ανατολίτικη» καταγωγή τους, ίσως ότι, απειλούμενοι από τους Άραβες, ήθελαν να φτιάξουν ένα κράτος «λιτό», πειθαρχημένο, στρατιωτικό, χωρίς πολλές «φιοριτούρες» και καλλιτεχνίες. Γεγονός πάντως είναι ότι με την πολιτική τους φέρνουν μια πυρετώδη εποχή για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κατά την οποία θα υπάρξει τιτάνια πάλη Ιδεών και σωμάτων, με επίκεντρο την λατρεία ή μη των εικόνων: Για έναν ολόκληρο αιώνα, εικονολάτρες και «εικονοκλάστες», εικονομάχοι και «εικονόδουλοι», διαφωνούν, ερίζουν, μάχονται· και η έριδα αυτή αποτελεί αποκύημα αλλά και μοχλό πολιτικών εξελίξεων και κοινωνικών αλλαγών. Θα πρέπει δε εδώ να σημειώσουμε, ότι σε αυτή την μάχη η μεγάλη πλειοψηφία του λαού τάσσεται υπέρ της λατρείας των εικόνων· και είναι ίσως η πρώτη φορά στην Ιστορία μας, που ο λαός κατηγορείται από την εξουσία ως αμαθής, θρησκόληπτος, ειδωλολάτρης, «ψεκασμένος» επιτέλους, για να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονη ορολογία.

Η έριδα θα τελειώσει με τη νίκη των εικονολατρών, όταν, το 842 μ.Χ., η Αυγούστα Θεοδώρα, η χήρα του Αυτοκράτορα Θεόφιλου, η νικήτρια της Κασσιανής για την καρδιά του Αυτοκράτορα, αναστηλώνει πανηγυρικά τις εικόνες.

Δεν πρόκειται απλά για νίκη των εικονολατρών· ούτε, βεβαίως, για επικράτηση της θρησκοληψίας, της αμάθειας ή της ειδωλολατρίας, όπως πολλοί ακόμα και σήμερα- ιδίως σήμερα- υποστηρίζουν. Πρόκειται για την επικράτηση στην λατρεία του Θείου τού πρωταρχικού παράγοντα της Τέχνης, του συμβολισμού. Πρόκειται για θρίαμβο της ίδιας της Τέχνης κατά της πεζότητας, κατά του «στεγνού», άψυχου βίου. Για έναν θρίαμβο της ζωής κατά της απλής, άχαρης επιβίωσης.

Μετά από αυτήν την δύσκολα κερδισμένη μάχη, θα μπορέσει να αναπτυχθεί η υψηλή, η Θεία Τέχνη της Ορθόδοξης Λατρείας· φυσικά όχι μόνο στην ζωγραφική, αλλά και στην ποίηση και στην Μουσική -μην ξεχνάμε ότι ο βασικός θεωρητικός της εικονολατρίας, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, την κορυφαία των Τεχνών υπηρετούσε, φέροντας τον τίτλο «Μαΐστωρ της Μουσικής». Η Ανατολική Εκκλησία θα γίνει η «εκκλησία των Γραικών .... με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες, με τες λειτουργικές  φωνές και συμφωνίες», με τις «ακριβές μουσικές του Κουκουζέλη και χρυσές του Πανσέληνου ζωγραφικές»· και η Τέχνη της λατρείας της θα φτάσει ως τις ημέρες μας ζωντανή και εμπνέουσα «Ελύτηδες» και «Θεοδωράκηδες».

Εδώ όμως μας ενδιαφέρει και κάτι ακόμα πιο «βαθύ», ακόμα πιο σημαντικό για την εξέλιξη της ανθρωπότητας μετά την εικονομαχία: 

Με την επικράτηση των εικονολατρών, η λατρεία γίνεται «δημόσια», θα λέγαμε. Βλέποντας όλοι μαζί τις ίδιες  εικόνες και ακούγοντας όλοι μαζί την ίδια ποίηση και μουσική, οι πιστοί δεν «φυλακίζονται» ο καθένας στην ατομική του προσευχή· το εκκλησίασμα γίνεται μέτοχο της Τέχνης, που αναπαριστά και υμνεί την υπέρλογη κοινωνία του μοναδικού και τριαδικού μαζί Θεού· προάγεται από άθροισμα ατόμων σε ιδανική Κοινωνία. Η Ορθόδοξη Λατρεία έτσι κατανικά τον ατομισμό και καταφέρνει «την ενότητα εν τη ποικιλία», ξεπερνά το «Εγώ» και φτάνει στο «Εμείς», πράγμα που έχει τεράστια σημασία όχι μόνο για την «καλλιτεχνική», αλλά κυρίως για την πολιτική - κοινωνική εξέλιξη του Ελληνισμού και της Ανθρωπότητας.


 Προτεσταντισμός


Η Ιστορία όμως, ως γνωστόν, έχει την τάση να επαναλαμβάνεται:  Έτσι, στις αρχές του 16ου αιώνα η εικονομαχική αντίληψη επανέρχεται δριμύτερη. Είναι η εποχή που το χρυσάφι έχει αρχίσει να ρέει άφθονο από την μόλις ανακαλυφθείσα Αμερικανική Ήπειρο και, λόγω της πληθώρας του, χάνει την αξία του. Είναι η εποχή, που ο πλούτος δεν μπορεί πια να μένει στάσιμος, πρέπει να μετατραπεί σε κεφάλαιο που φέρνει κέρδος· η γη, η θάλασσα, ο ίδιος ο άνθρωπος πρέπει να εκμεταλλευτούν, για να δώσουν υπεραξία στους κατόχους του πλούτου. Είναι η εποχή που αναγγέλλει την καπιταλιστική παραγωγή, όπως λέει ο Κάρολος Μαρξ.

Σε αυτήν την εποχή, το 1517 μ.Χ. συγκεκριμένα, ένας Γερμανός μοναχός, δεινός ζυθοπότης μεν, με εξαίρετη μόρφωση δε, ο Μαρτίνος Λούθηρος, θυροκολλεί στον Μητροπολιτικό Ναό του Βίτενμπεργκ τις 95 θέσεις του, ως διαμαρτυρία κατά του Πάπα και της Καθολικής Εκκλησίας. Η διαμαρτυρία αυτή θα αρχίσει με την αντίθεση στα «συγχωροχάρτια» και τις λοιπές θρησκόληπτες υπερβολές καθώς και στην κοσμική υπερεξουσία του Πάπα. Γρήγορα όμως, θα εξελιχθεί σε χριστιανικό δόγμα – γνώμονα του τρόπου ζωής που απαιτούσε το λυκαυγές του καπιταλισμού. Ένα δόγμα που νομιμοποιεί θρησκευτικά το κέρδος του ισχυρού από την εξαντλητική εργασία του ανίσχυρου, που γιγαντώνει το άτομο και ευτελίζει την κοινωνία, που αποθεώνει το «Εγώ» και αγνοεί το «Εμείς», που στο ανατριχιαστικό ζενίθ της θεολογίας του, ο Ιωάννης Καλβίνος διατυπώνει το Δόγμα του Απόλυτου Προορισμού: «Ο Θεός έχει αποφασίσει από την αρχή ποιοι θα σωθούν και ποιοι θα καταλήξουν στην Γέεννα· και οι ήδη «σωσμένοι» είναι αυτοί που συγκεντρώνουν πλούτο, απόλυτη ένδειξη της χάριτος του Θεού σε αυτόν τον μάταιο κόσμο»!

Με τέτοια ωμή αντιμετώπιση του κόσμου και του υπερκόσμιου, ο Προτεσταντισμός είναι μοιραίο να έχει «λιτή» λατρεία. Στην πραγματικότητα δεν έχει σχεδόν καθόλου λατρεία. Με το πρόσχημα της επιστροφής στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, από την πρώτη στιγμή καταργεί τις εικόνες και τη λατρεία των Αγίων, εγκλωβίζει τους πιστούς στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής και μόνο και στην διαρκή ατομική προσευχή και οι προτεσταντικές λειτουργίες εξελίσσονται σε ένα στυγνό καθοδηγητικό κήρυγμα, με κάποιους ύμνους εμβατηριακού χαρακτήρα στο «τσακίρ κέφι»· σε μια διαδικασία που το «Εγώ» παίρνει οδηγίες και δύναμη για να επικρατήσει των άλλων.

Με τέτοια ατομοκεντρική αντίληψη, το δόγμα των Διαμαρτυρομένων ήταν επόμενο να επικρατήσει σε καθεστώτα αυταρχικά, όπου ο ηγεμόνας ήθελε υποταγή στην πολιτική εξουσία του, αφήνοντας την οικονομική εξουσία στους εμπόρους και στους επιχειρηματίες της εποχής, όπως ήταν τα γερμανικά κρατίδια, κυρίως του βορά. Επικράτησε ακόμα (φυσικό επόμενο και αυτό) και σε κάποιες «επιχειρηματικές Δημοκρατίες», με εντελώς ασύδοτη την οικονομική ισχύ, όπως η Ολλανδία και οι μετέπειτα Η.Π.Α..

Αγγλία: μια προτεσταντική δύναμη

Εδώ όμως, μας ενδιαφέρει η Αγγλία. Η Γηραιά Αλβιών, που κατά την εν λόγω εποχή δεν ήταν ακόμη γηραιά· ήταν σχετικά νέα Αλβιών, που ένιωθε όλο και πιο πολύ τις δυνάμεις της και ήθελε να μπει στον κατάλογο των μεγάλων δυνάμεων. Βασιλιάς της ο περιβόητος Ερρίκος Η’, ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, που στα νιάτα του είχε γράψει μέχρι και πραγματεία εναντίον του Λουθήρου. Ο Βασιλιάς αυτός ατύχησε στους γάμους του, ή μάλλον οι σύζυγοί του ατύχησαν στον γάμο τους μαζί του. Λίγο ο καημός του να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο και πολύ περισσότερο οι συμμαχίες που ήθελε να στερεώνει με γάμο, ώθησαν τον Ερρίκο να αλλάζει τις συζύγους σαν τα πουκάμισα.  Και, όπως συμβαίνει σε όλα, η πρώτη φορά ήταν δύσκολη: Το καθολικό δόγμα, ως γνωστόν, δεν επέτρεπε σε καμία περίπτωση το διαζύγιο. Μάταια έστελνε και ξαναέστελνε ο Ερρίκος αιτήματα στον Πάπα να θεωρήσει τον γάμο άκυρο· εκείνος ήταν ανένδοτος, αφού μάλιστα η νύφη δεν ήταν καμία «του πεταματού», ήταν η Αικατερίνη της Αραγωνίας, υπερήφανη θειά του Κάρολου Κουίντου, Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που έλυνε κι έδενε την εποχή εκείνη.

Ο Ερρίκος όμως δεν ήταν από τα παιδιά που σηκώνουν αντιρρήσεις· αν δεν ήθελε ο Πάπας να τον εξυπηρετήσει, τότε θα γινόταν ο ίδιος «Πάπας» εντός της επικράτειάς του. Εξαναγκάζει λοιπόν την βουλή του να ανακηρύξει τον  ίδιο   «μόνη κεφαλή, ανώτατο άρχοντα, προστάτη και υπερασπιστή της Εκκλησίας». Δημιουργεί έτσι ο ιδιότροπος αυτός Βασιλιάς, κάτι πρωτότυπο ακόμα και για τον ίδιο τον Προτεσταντισμό, ένα «Πολιτειοκεντρικό» εκκλησιαστικό πολίτευμα, στο οποίο ο αρχηγός του κράτους, αυτόματα, είναι και αρχηγός της Εκκλησίας.

Ο πολύγαμος και πολυγαμικός Άναξ, όμως, δεν θα προσχωρήσει στον Προτεσταντισμό, πέρα από το να φτιάξει ένα κράτος «αντιπαπικό». Εκείνος που θα φτάσει τον προτεσταντισμό στο τέρμα, είναι ο ασθενικός γιος που απέκτησε από τον τρίτο γάμο του, ο οποίος, μόλις τον διαδεχτεί, ως Εδουάρδος Στ’ –σωστά μαντέψατε- καταργεί τις εικόνες, καταργεί την λατρεία των Αγίων, ορίζει ειδικό προσευχητάριο και επιβάλει την χρήση μόνο αυτού στις Εκκλησίες.

Έτσι και η Αγγλία αποκτά το δικό της δόγμα, που θα της επιτρέψει να εξελιχθεί σε μία οικονομική αυτοκρατορία με ατελείωτες αποικίες, που την απομύζησή τους, κάποιες φορές αναλαμβάνουν ακόμα και Εταιρείες, με κάθε Άγγλο έμπορο έναν «μικρό Θεό» και με έναν Βασιλιά, σύμβολο μεν της αυτοκρατορίας, ανίσχυρο όμως μπροστά στους μεγαλοαστούς, που όταν δεν τους κάνει ή τον αποκεφαλίζουν ή τον αγνοούν ή τον δανείζουν μέχρι οικονομικού στραγγαλισμού. Και σε μία τέτοια χώρα, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, δεν χωρά και πολύ πνευματικότητα ούτε λαϊκές λατρευτικές εξάρσεις. 

Αγγλοκρατία στα Επτάνησα - θρησκευτική πολιτική των Άγγλων

Σε αυτού του κράτους την ασφυκτική «Προστασία», την αγκαλιά – μέγγενη, βρίσκονται τα Επτάνησα κατά τον χρόνο της δημιουργίας των πρώτων Φιλαρμονικών μας. Μόνο που τώρα η Αλβιών είναι πλέον Γηραιά και πολυσέβαστος σε όλη την υφήλιο. Είναι η υπερδύναμη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, σημείο εκκίνησης της βιομηχανικής επανάστασης και, βεβαίως, η νικήτρια του Ναπολέοντα,  η οποία, στο συνέδριο της Βιέννης, άφησε τον Τσάρο και τον Μέτερνιχ να φαντασιώνουν, μια άκαμπτη Ευρώπη υποταγμένη στις Μοναρχίες τους και αυτή πήρε ό,τι την συνέφερε εμπορικά, μαζί και τα νησιά μας!

Σε εμάς τους «πολλούς» θεωρώ ότι είναι λίγο – πολύ γνωστό το πώς μεταχειρίστηκε η Μ. Βρετανία τα Επτάνησα πολιτικά. Αυτό, που οι μη καλοί γνώστες της Ιστορίας αγνοούμε, είναι  η αντιμετώπιση από τους Άγγλους της Ορθοδοξίας και της Ορθόδοξης Λατρείας. Γι΄ αυτό έκρινα σωστό, πριν μπω στο τελικό, συμπερασματικό, τμήμα της ομιλίας μου, να γίνει μία όσον το δυνατόν συντομότερη επισκόπηση  της εκκλησιαστικής Ιστορίας μας κατά την διάρκεια της αγγλοκρατίας:

Από την αρχή της «Προστασίας» των Ιονίων Νήσων, στο σύνταγμα του Μέιτλαντ, η αγγλοκρατία τεχνηέντως επιβάλλεται στην επτανησιακή εκκλησία διοικητικά, αλλά και οιονεί δογματικά: Ενώ στο πρώτο κεφάλαιο το Σύνταγμα αυτό, ορίζει πεντακάθαρα ότι «Επικρατούσα Θρησκεία του Ιονίου Κράτους εστίν η της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας», στο τρίτο άρθρο του πέμπτου κεφαλαίου διαλαμβάνει τα εξής: «Οι πρεσβεύοντες την Επικρατούσαν Ορθόδοξον Θρησκείαν της Υψηλής Προστάτιδος Δυνάμεως … επιτελούσιν τα της λατρείας αυτών … μετά πληρεστάτης ελευθερίας»

Πρόκειται για ένα καταπληκτικό στη θρασύτητα και πονηρία του κόλπο, με το οποίο οι Άγγλοι, όχι μόνον επιβάλουν την θρησκεία τους ως «επικρατούσα» στο Ιόνιο Κράτος, αλλά σφετερίζονται ακόμα και το όνομα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μη ανεχόμενοι έστω και κατ’ όνομα να ισχυρίζεται άλλη εκκλησία ότι κατέχει την ορθή πίστη.  

Επίσης, το ίδιο Σύνταγμα, αναβάλει την ρύθμιση του τρόπου εκλογής των Αρχιερέων, δεν διευκρινίζει τον τρόπο που ο Πατριάρχης θα εγκρίνει την εκλογή και την χειροτονία τους και, τελικά, αφήνει ένα τεράστιο παράθυρο για τον Αρμοστή: Ορίζει, δηλαδή, ότι αν ο χρόνος δεν επιτρέπει να ζητηθεί η έγκριση του Πατριάρχη, για την εκλογή Αρχιερέως, την εκλογή επικυρώνει η Κυβέρνηση –δηλαδή ο Αρμοστής που την ποδηγετεί- και η έγκριση του Πατριάρχη ζητείται «εκ των υστέρων».

Καθιερώνει έτσι ο Μέιτλαντ ένα «πολιτειοκρατικό» πολίτευμα για την επτανησιακή Εκκλησία «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της Αγγλικανικής Εκκλησίας της «Προστάτιδος» μητρόπολης.

Από αυτό το Σύνταγμα, θα πρέπει να συγκρατήσουμε και μια άλλη διάταξη, η οποία αφορά την λατρεία και ορίζει τα εξής: «Ουδεμία δημόσιος τελετή θρησκευτικής λατρείας συγχωρείται εν τούτω τω Κράτει, παρά τας των ανωτέρω Χριστιανικών Ορθοδόξων Εκκλησιών». Απαγορεύει δηλαδή της δημόσιες λατρευτικές τελετές στην Καθολική Εκκλησία.

Το σύστημα και η αντίληψη για την Εκκλησία του πανούργου «Μέτελα», δεν θα αργήσει καθόλου να δημιουργήσει προβλήματα: Οι πρώτες στάσεις κατά του καθεστώτος, το 1819 στην Λευκάδα και το 1820 στην Ζάκυνθο έχουν αφορμή εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο Μέιτλαντ, μέχρι να βγει νόμος για την εκλογή των Αρχιερέων, διορίζει και παύει Αρχιερείς αυθαίρετα, «δικαιώματι χάριτος» και όταν ο νόμος κάποτε εκδοθεί θα δίνει απόλυτη εξουσία στην αγγλοκίνητη Γερουσία. Χαρακτηριστικό της κατάστασης επίσης είναι τα όσα επέφερε η επιμονή των Άγγλων να περάσουν στον Ιόνιο Κώδικα διατάξεις που αφίσταντο των αντιλήψεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τον γάμο. Ερωτώνται τότε για το ζήτημα, από την Ιόνιο Βουλή, δύο θεολόγοι: ο Ευσέβιος Πανάς και ο Ληξουριώτης Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Τ. Ιακωβάτος· απαντούν ότι το ζήτημα πρέπει να τεθεί στην κρίση του Πατριάρχη και ο Ιακωβάτος ίσως στέλνει μυστικά στον Πατριάρχη επιστολή στην οποία τον προτρέπει να αρνηθεί. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Στ’ – ο οποίος δεν είχε παύσει καθ‘ όλη την δεκαετία του 1830 να εφιστά την προσοχή των Επτανησίων επισκόπων για τους «Λουθηροκαλβινιστές» ιεραποστόλους, που οργίαζαν με την προπαγάνδα τους στα Επτάνησα - ερωτάται με αβρότητα από την αγγλική διπλωματία και, όταν αρνείται να συναινέσει, ο τότε αρμοστής Δούγλας ζητά από τον Σουλτάνο την τιμωρία του· και ο Σουλτάνος ασμένως, χάριν της «παλαιάς συμμάχου» Αγγλίας, τον καθαιρεί με συνοπτικές διαδικασίες. Όσο για τον Κωνσταντίνο Τυπάλδο Ιακωβάτο που τόλμησε να αντιταχθεί, έστω και διακριτικά, στα σχέδια των Άγγλων, απολύεται από την θέση του Καθηγητή στην Ιόνιο Ακαδημία και γενικά οι Άγγλοι τον «βάζουν στο μάτι».

Γι’ αυτό, όταν το 1842 έρχεται η ώρα για την εκλογή νέου Μητροπολίτη Κεφαλληνίας, ενώ ο Κωνσταντίνος Τ. Ιακωβάτος εκλέγεται πανηγυρικά και το πλήθος τον αποθεώνει -Ληξουριώτη αυτόν, μέσα στο Αργοστόλι- η αγγλοκίνητη κυβερνητική επιτροπή ακυρώνει, με γελοίες προφάσεις την εκλογή του και στην θέση του διορίζει τον αγγλόφιλο Σπυρίδωνα Κοντομίχαλο.


Η αντίσταση της επτανησιακής Ορθοδοξίας - Στόχος η εγκαθίδρυση της λαϊκής ελληνικής κυριαρχίας στα Επτάνησα.

Μέσα σε αυτήν την ωραία ατμόσφαιρα, οι Έλληνες Επτανήσιοι προσπαθούν να κρατήσουν την ταυτότητά τους, ώστε κάποτε να γίνουν κυρίαρχοι στον τόπο τους· και η Ορθοδοξία είναι ο μεγαλύτερός τους σύμμαχος σε αυτόν τον αγώνα. Η ιντελιγκέντσια, οι διανοούμενοι, το γνωρίζουν καλά αυτό -το έχουν εμπεδώσει θεωρητικά, θα λέγαμε. Ο απλώς όμως λαός συναισθάνεται την θρησκευτική και εθνική του ταυτότητα μέσα από την Ορθόδοξη Λατρεία! Μια λατρεία που κατά την μακρά κυριαρχία των «πρώτα Βενετών και μετά Χριστιανών», δεν έχασε τίποτα από την βυζαντινή της μεγαλοπρέπεια -ίσως δε να απέκτησε  μουσικά το υπέροχο ομοφωνικό της ύφος- και που οι Άγγλοι, μέσα στους Ναούς, δεν τόλμησαν να αγγίξουν. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η διαμαρτυρία της Μεγάλης Παρασκευής του 1848 στο Αργοστόλι, ξεκίνησε κάτω απ’ το μπαλκόνι του Τοποτηρητή- υπέρ υγείας του οποίου όφειλε να δεηθεί ο κλήρος, με την κραυγή – σύνθημα: «Εμπρός! Ας παύσει η ασέβεια!».   

Την εποχή αυτή επίσης, δηλαδή από τις αρχές του 1830, φτάνει η ώρα της έναρξης του Ριζοσπαστικού αγώνα: Οι Επτανήσιοι, ενθαρρυμένοι από την επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης, αρχίζουν να ζητούν την Ένωση με το Ελληνικό Βασίλειο. Είναι ακατόρθωτο όμως να αντιταχθείς ένοπλα στην Θαλασσοκράτειρα Αγγλία. Όταν λοιπόν «δεν κόπτει το σπαθί η αιχμή του δεν τρυπάει», πρέπει να βρεθούν άλλοι τρόποι, για την πολυπόθητη εγκαθίδρυση της λαϊκής ελληνικής κυριαρχίας στα Επτάνησα. Έπρεπε, κατ’ αρχάς, οι Ριζοσπάστες, κάτω από την μύτη των Άγγλων, εκμεταλλευόμενοι τις όποιες ελευθερίες επέτρεπε το καθεστώς, να ενισχύσουν και να δηλώσουν τον Ελληνικό χαρακτήρα τους και να προβάλλουν τις πολιτισμικές διαφορές τους με τους Άγγλους.

Η ελευθερία που παρείχε το Καθεστώς εκείνο τον καιρό, ήταν ότι επέτρεπε, κατά μίμηση των συνηθειών της Μητρόπολης, την δημιουργία club· λεσχών, δηλαδή, που η αγγλική αριστοκρατία «σκότωνε την ώρα της» και που, στο πλαίσιο του ψευδο-φιλελευθερισμού της, η Αγγλία έκρινε ότι ηξιούτο και η «ανωτέρα επτανησιακή τάξις». Όσο για το μέσον δήλωσης του «εθνισμού» και κυρίως της πολιτισμικής αντίθεσης με τους Άγγλους, δεν ήταν άλλο, παρά η Ορθόδοξη Λατρεία.

Η λατρεία όμως ασκούταν μέσα στις Εκκλησίες, και οι Άγγλοι είχαν καταφέρει με τις διώξεις κληρικών και λαϊκών να καταστείλουν οποιαδήποτε επαναστατική διάθεση στον χώρο αυτόν. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κανένα κίνημα που «σέβεται τον εαυτό του» δεν βασίζεται αποκλειστικά στην Θρησκεία, γιατί τότε κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα καθεστώς θεοκρατικό.


Οι Φιλαρμονικές

Έπρεπε λοιπόν κάτι να γίνει, για να βγει η Τέχνη της Ορθόδοξης Λατρείας από τις Εκκλησίες, έπρεπε κάπως αλλιώς να εκφραστεί  η Ιδανική Κοινωνία. που η λατρεία της Ορθοδοξίας δημιουργεί στις Λειτουργίες της, καταδεικνύοντας παράλληλα την διαφορά με την τόνωση του «Εγώ», που πρεσβεύει ο Προτεσταντισμός.

Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος γι αυτό από την Τέχνη της ορχήστρας πνευστών, από την Τέχνη της Φιλαρμονικής, όπου ο μαθητής πρέπει να μάθει να παίζει ατομικά όσο καλύτερα γίνεται, μόνο και μόνο για να «λιώσει» ο ήχος του μέσα στον ήχο των άλλων δημιουργώντας το Ένα άκουσμα από πολλά άτομα, δημιουργώντας την «ενότητα εν τη ποικιλία», δημιουργώντας «μίμηση τελεία και σπουδαία» της Ιδανικής Κοινωνίας. 

Πιστεύω λοιπόν, ότι, συνειδητά ή υποσυνείδητα, αυτό οδήγησε εκείνους τους πρώτους των πρώτων στην δημιουργία των Επτανησιακών Σχολών: Η άσκηση σε κοσμικό πεδίο της Τέχνης της Ορθόδοξης Λατρείας και εξ αυτής η δήλωση της ταυτότητας των επτανησιακών κοινωνιών και της πολιτισμικής αλλά και πολιτικής αντίθεσης με το ατομιστικό, αυταρχικό πνεύμα της Μ. Βρετανίας.

Γι αυτό ο  Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος αγωνίστηκε για την δημιουργία της Παλαιάς και δεν έμεινε στην σύνθεση ή στα μαθήματα πιάνου «εις δεσποινίδας της καλής κοινωνίας».

Γι αυτό εκείνα τα ληξουριώτικα αρχοντόπουλα του 1839 δεν ίδρυσαν κάποια λέσχη μπιρίμπας, αλλά «φορμάρισαν σχολείον Μουσικής» δι’ εξόδων τους και έδωσαν «τον λόγο του τιμίου ανδρός» ότι θα μάθουν Μουσική για να παίζουν στην «Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου», την «Συντροφία των Μουσικών», την Μουσική του Ληξουριού, απ’ όπου μια ολόκληρη Κοινωνία δύο αιώνες τώρα κάνει Τέχνη και στηρίζει τις ελπίδες της για ό,τι καλύτερο κι ας μην το καταλαβαίνει.

Γι αυτό και ναι, η μουσική των φιλαρμονικών μας είναι ιταλίζουσα, δυτικότροπη, ναι, το είδος της μπάντας δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε εις τας Ευρώπας, ναι, τις Ιταλικές ή τις Αγγλικές μπάντες είχαν στο μυαλό τους εκείνοι οι πρώτοι Επτανήσιοι Μουσικοί.

Αλλά κοιτάξτε πώς οι Φιλαρμονικές μας έγιναν ένα με τον ελληνικό πολιτισμό!

Κοιτάξτε πόσο μεγάλωσε το δέντρο τους, απλώνοντας στην ελληνική επτανησιακή γη ρίζες βαθιές που φτάνουν πολύ μακριά ….. ίσως στο 726 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ ξεκινούσε την Εικονομαχία.  

 

Βοηθήματα:

Μάρκου Ρενιέρη, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – ΔΟΚΙΜΙΟΝ, εν Αθήναις εκ της Φιλολάου Τυπογραφίας -1841

Σπύρου Ν. Αβούρη, ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ 1815 – 1867, Αθήναι 1965

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ (Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και την Δημοκρατία)             

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Τα αληθινά πρωτεία της Φιλαρμονικής μας

Το άρθρο αυτό αποτελεί περίληψη ομιλίας μου κατά την εκδήλωση που διοργάνωσε η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου, στις 27 Νοεμβρίου 2016, με θέμα: “Οι Φιλαρμονικές των Επτανήσων τον 19ο αιώνα και η απαρχή της μουσικής παιδείας στον Ελληνικό χώρο»..     
Κατά την ομιλία μου αυτή, αντικρίζοντας τις Επτανησιακές Φιλαρμονικές ως εκπαιδευτικούς οργανισμούς, προσπάθησα να καταδείξω την πραγματική πρωτεύουσα θέση της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου ανάμεσά τους, ξεπερνώντας, εν μέρει, τον χαρακτηρισμό  της «παλαιότερης Φιλαρμονικής στην Ελλάδα», που οι Ληξουριώτες διεκδικούμε για την Μουσική μας.



Η παράδοση θέλει την Φιλαρμονική μας να γεννάται το 1836. Μια χρονολογία που έχει γίνει έμβλημα για το Σωματείο μας, αλλά και για κάθε Ληξουριώτη. 
Το περίεργο είναι ότι σε καμία γραπτή πηγή δεν αναφέρεται η χρονολογία αυτή. Ο Τσιτσέλης στα «Σύμμικτά» του, σε μια υποσημείωση στην βιογραφία του Πέτρου Σκαρλάτου, υποστηρίζει ότι η Φιλαρμονική μας ιδρύθηκε το 1837, ένα χρόνο μετά την Αργοστολιώτικη Φιλαρμονική, χωρίς να αναφέρει κανένα στοιχείο, βασιζόμενος μάλλον σε προφορικές μαρτυρίες του ήδη υπέργηρου Σκαρλάτου. Από την άλλη πλευρά, ο θυρεός που υπήρχε στο προσεισμικό κτήριο που στέγαζε την Φιλαρμονική μας ανέφερε ως έτος ίδρυσης το 1832, παλιές σφραγίδες του σωματείου ανέφεραν έτος ίδρυσης το 1834, ακόμα και το τωρινό καταστατικό μας, που συντάχθηκε το 1972, αναφέρει ως έτος ίδρυσης μας το 1831. Αυτά τα στοιχεία, παρόλο που δεν είναι αξιόλογα για την ιστορική έρευνα, μας δείχνουν (αν σκεφτούμε και ότι στον χρόνο της δημιουργίας τους δεν είχε αρχίσει ακόμη η «διαμάχη» για το ποια Φιλαρμονική είναι η αρχαιότερη), ότι οι ασχολούμενοι εκείνες τις εποχές με τα του Σωματείου «κάτι ήξεραν», κάτι είχαν ακούσει από παλιές, ξεθωριασμένες αναμνήσεις, για προσπάθεια δημιουργίας ή για δημιουργία φιλαρμονικής στο Ληξούρι κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα και, σιγά – σιγά, μέσα από την αχλή του παρελθόντος δημιουργήθηκε ως «μέσος όρος» το έμβλημα του 1836.
Εκείνος που έριξε φως στην ιστορική έρευνα είναι ο Ιστορικός Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος, κατά την ανακοίνωσή του στο Πανιόνιο Συνέδριο του 1996, όταν παρουσίασε, ανασύροντάς τα από το αρχείο του ιστοριοδίφη Ηλία Τσιτσέλη, ιδρυτικά έγγραφα της «Συντροφιάς των Μουσικών», ενός τρόπον τινά σωματείου, που ιδρύεται στο Ληξούρι τον Σεπτέμβριο του 1839. Αυτά τα έγγραφα μας υποχρεώνουν, ξεπερνώντας τον θρύλο του 1836 και μέχρι η έρευνα να προχωρήσει βαθύτερα, να δεχθούμε την γέννηση της Φιλαρμονικής μας στα 1839.
Το 1839 λοιπόν, μια παρέα 20χρονων Ληξουριωτών, καταρτίζει, με κάθε λεπτομέρεια, ένα «Καταστατικό», τους «Κανόνες των Μουσικών», ορίζει πρόεδρό της τον 40χρονο τότε συμβολαιογράφο Ανδρέα Τυπάλδο – Μπασιά, προσλαμβάνει δάσκαλο της μουσικής τον Ιταλό Nikola Olivieri, ενοικιάζει το σπίτι του Φωτίου Κρασσά, στην κοντράδα της Παναγίας των Κλαδάδων και εκεί αρχίζει μαθήματα και πρόβες. 
Οι σκοποί και οι ενέργειές τους, είναι απολύτως ξεκάθαροι: Οι ίδιοι οι μουσικοί, που αποτελούν και συνδρομητές και διοικητικό συμβούλιο, δηλώνουν από την αρχή ότι σκοπός τους είναι, δι’ εξόδων τους, να φέρουν «διδάσκαλο ινα διδαχθώσιν την Μουσικήν»˙ το μισθωτήριο με τον Κρασσά, αναφέρει ότι στο σπίτι του θα «φορμαρισθεί σχολείο μουσικής»˙ σε ανακοίνωσή του προς εξεύρεση συνδρομητών, ο Ανδρέας Τυπάλδος – Μπασιάς δηλώνει απερίφραστα τον σκοπό της όλης δράσης τους : «ίνα φωτιστεί η νεολαία της πατρίδος μας»!
Προσωπικά, δεν μου μένει καμία αμφιβολία: Αυτή η παρέα των εικοσάχρονων Ληξουριωτών ιδρύει το πρώτο οργανωμένο μουσικό σχολείο στον ελληνικό χώρο. Κι αν η προσπάθειά τους κράτησε ίσως μόνο τρία χρόνια (αφού «χάνουμε» την Φιλαρμονική από τις ιστορικές αναφορές το 1841 για να την ξαναβρούμε μερικά χρόνια αργότερα, την δεκαετία του 1850), ήταν αρκετή για να δώσει δυναμική και χαρακτήρα στο κοινωνικό φαινόμενο της Φιλαρμονικής μας, παρόλα τα «σκαμπανεβάσματα» που ακολούθησαν τα επόμενα 170 χρόνια.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος, γιατί αποκαλώ την Συντροφιά των Μουσικών εκείνη «πρώτο μουσικό σχολείο στον ελληνικό χώρο» από την στιγμή που ξεκινάει το 1839, μετά δηλαδή από τη πιθανολογούμενη ίδρυση κάποιων άλλων επτανησιακών φιλαρμονικών. Για να εξηγήσω την άποψή μου, θα πρέπει να αναφερθώ με λίγα λόγια στις άλλες φιλαρμονικές που διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία στην παλαιότητα.
Πρώτη στον χορό των χρονολογιών μπαίνει η Ζάκυνθος, η οποία διεκδικεί την ίδρυση Φιλαρμονικής ήδη από το 1816! Ο Αγγελο - Διονύσης Δεμπόνος όμως, δικαίως απορρίπτει αυτήν την χρονολογία, αντιλέγοντας ότι ναι μεν τότε, στην Ζάκυνθο, άρχισε να λειτουργεί κάποιο μουσικό εκπαιδευτήριο, αλλά συνέχεια και εξέλιξη σε ορχήστρα, σε μπάντα, σε αυτό που αποκαλούμε «Φιλαρμονική», δεν φαίνεται να υπήρξε.
Στην συνέχεια έρχεται η δοκιμαζόμενη σήμερα Φιλαρμονική Σχολή Κεφαλληνίας. Η Φιλαρμονική του Αργοστολίου, είχε την τύχη να συγγραφεί η Ιστορία της από τον μεγάλο ιστορικό ερευνητή μας, τον Αγγελο – Διονύση Δεμπόνο.  Ο κ. Δεμπόνος, πραγματοποιώντας την γνωστή βαθειά του έρευνα στο Ιστορικό Αρχείο, ανακάλυψε μια δικαστική απόφαση του 1841, η οποία αναφέρει ότι το 1838, κάποιοι «ανώνυμοι νέοι» κυκλοφόρησαν έγγραφο, με το οποίο καλούσαν τους ενδιαφερόμενους να εγγραφούν συνδρομητές, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την προσπάθειά τους να διδαχθούν μουσική. Επιπλέον η απόφαση αναφέρει (και αυτό είναι πολύ σημαντικό), ότι οι νεαροί ξεκίνησαν την σπουδή τους και τελικά καταδικάζει κάποιους ασυνεπείς συνδρομητές στη καταβολή της συνδρομής τους. Και εδώ όμως παρατηρούμε κάποιες ουσιώδεις διαφορές από την δική μας «Συντροφιά των Μουσικών»: Κατ’ αρχάς εκείνο το «συνέχισαν την σπουδή τους» είναι πολύ αόριστο σε σχέση με το τι κατόρθωσε η Ληξουριώτικη Συντροφιά, η οποία εγγράφως αποδεικνύεται ότι: προσέλαβε διαδοχικά δύο Μαέστρους, τον Νικόλα Ολιβιέρι που προανέφερα, και τον Τζουζέπε Κρίκα, αγόρασε από Ιταλό έμπορο μουσικά όργανα μπάντας, τα οποία παρέδωσε στους μαθητές για να μελετούν στο σπίτι τους (από την απόδειξη παραλαβής έχουμε και τα ονόματα εκείνων των πρώτων καταγεγραμμένων μαθητών – μουσικών μας), πραγματοποιούσε πρόβες, όπως βλέπουμε στο «ημεροδρόμιο» που κρατά ο Ανδρέας Τυπάλδος – Μπασιάς και πιθανότατα πραγματοποίησε και συναυλίες, αφού στο ίδιο ημεροδρόμιο αναφέρονται έσοδα από «μπενεφιτσιάτα», δηλαδή ευεργετική εκδήλωση, για την Φιλαρμονική. Κυρίως όμως, από το καταστατικό τους κείμενο, τους Κανόνες των Μουσικών, καθώς και από το γεγονός ότι οι ίδιοι στην αρχή χρηματοδότησαν την προσπάθειά τους, αποδεικνύεται ξεκάθαρα ότι αυτά τα ίσως πριν «κακομαθημένα» αρχοντόπουλα της «Συντροφιάς», υπέταξαν εαυτούς στην κοινωνία απόλυτης ισότητας και σύμπραξης που αποτελεί ένα μουσικό σύνολο, μπήκαν σε κόπους και θυσίες με μόνο σκοπό να διδαχθώσιν την «επιστήμην», όπως αναφέρουν, της Μουσικής. Κάτι που στην προσπάθεια των γειτόνων μας, δεν αποδεικνύεται σαφώς.
Τέλος, η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, παρόλο που ιδρύθηκε το 1840, υπερηφανεύεται ότι είναι η μόνη Φιλαρμονική που συνέχισε αδιάλειπτα την λειτουργία της από την γέννησή της μέχρι σήμερα, χωρίς διαλύσεις και επανιδρύσεις. Και αυτό είναι ένα προνόμιο που ουδείς μπορεί να της αρνηθεί. Όμως, όπως μας λέει ο εντρυφής μουσικολόγος Κωνσταντίνος Καρδάμης, κατά τον πρώτο καιρό της δημιουργίας της, η «Παλαιά», κατά κάποιον τρόπο διαχωρίζεται από τους μουσικούς της,  αφού συνάπτει με αυτούς συμβόλαιο, που ορίζει τις αμοιβές τους. Συνεπώς, η σεβάσμια «Παλαιά», που στην συνέχεια αποτέλεσε και αποτελεί το καύχημα των ελληνικών Φιλαρμονικών και ένα πανευρωπαϊκό υπόδειγμα παροχής μουσικής παιδείας, στο λυκαυγές της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μουσικό σχολείο, αφού μαθητές αμειβόμενοι δεν υπάρχουν. Ξεκίνησε σαν Φιλαρμονική, αλλά Φιλαρμονική Σχολή έγινε στην συνέχεια.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι  στο Ληξούρι  ανήκει η ύψιστη τιμή και ευθύνη της δημιουργίας του πρώτου γνήσιου μουσικού σχολείου, στο οποίο δώσαμε την ιδανική «φόρμα», αυτήν του μουσικού συνόλου της μπάντας, που μπορεί να δώσει την υπέρτατη παιδεία, αυτήν της υποταγής ενός ισχυρού «εγώ» στο κοινωνικό σύνολο.
Ανεξάρτητα από το έτος της ιδρύσεώς της, αυτά είναι τα αληθινά πρωτεία της Φιλαρμονικής μας. Της Φιλαρμονικής μας, που όσες φορές αντιλήφθηκε την εκπαιδευτική της σημασία όχι μόνο για τους μαθητές της, αλλά για όλη την ληξουριώτικη κοινωνία, ήκμασε και μαζί της άνθισε κοινωνικά και πνευματικά και το Ληξούρι˙ όσες φορές πάλι απομακρύνθηκε από τον εκπαιδευτικό της χαρακτήρα, έχασε την δύναμή της και κινδύνευσε να σβήσει.
Σήμερα, για μια φορά ακόμα ζούμε μαζί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Φιλαρμονικής μας. Κρατάμε όμως τις λαμπρές στιγμές του παρελθόντος, πατάμε γερά στο παρόν και ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον. Γιατί γύρω στα 80 παιδιά και έφηβοι γεμίζουν κάθε απόγευμα την Φιλαρμονική μας και δεν λένε να «ξεκολλήσουν». Γιατί και πάλι ξαναζεί το πάθος για την Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου, που φλόγιζε την «Συντροφιά των Μουσικών».
Η Φιλαρμονική μας μπορεί να μεγαλουργήσει όπως ποτέ άλλοτε. Αρκεί να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας εκείνες τις επτά λέξεις του Ανδρέα Τυπάλδου – Μπασιά, που ορίζουν τα αληθινά μας πρωτεία: «ίνα φωτισθεί η νεολαία της πατρίδος μας».         

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Ανδρέας Τυπάλδος Μπασιάς. Ο "ξεχασμένος" πρώτος πρόεδρος της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου.

Άρθρο μου στο τεύχος 17 του περιοδικού "Κεφαλονίτικη Πρόοδος"

.....................................................................................                                                                                     


Η παράδοση απένειμε τον τίτλο του «ιδρυτή» της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου στον Πέτρο Ιακώβου Σκαρλάτο. Δικαίως, αφού ο Σκαρλάτος ήταν ο μόνος από όσους «θεμελίωσαν» την Φιλαρμονική στο Ληξούρι, περίπου το 1836, που προχώρησε στην μουσική Τέχνη προσφέροντας τα μέγιστα ως Αρχιμουσικός, τόσο στην Ληξουριώτικη Φιλαρμονική, όσο και σε άλλες ελληνικές μπάντες.
Η συλλογική μνήμη όμως, εστιάζοντας στο πρόσωπο του Σκαρλάτου, αγνόησε πολλούς άλλους, που συνέβαλαν κυρίως κατά τον οργανωτικό τομέα στην ίδρυση και ανάπτυξη της Φιλαρμονικής μας.
Έτσι, στη λήθη πέρασε και ο Ανδρέας Τυπάλδος – Μπασιάς, ο πρώτος «επίσημος» πρόεδρος της Φιλαρμονικής στα κρίσιμα χρόνια της αρχικής προσπάθειας «σωματειακής» οργανώσεώς της.

Στο πρώτο έγγραφο στοιχείο ύπαρξης Φιλαρμονικής Σχολής στο Ληξούρι, που λόγοι ιστορικής τεκμηρίωσης μας υποχρεώνουν να το θεωρούμε «ιδρυτικό»[1], δηλαδή στους από 16/10/1839 ε.π. «Κανόνες των Μουσικών»[2], ο Ανδρέας Τ. Μπασιάς είναι εκείνος που αναλαμβάνει μόνος την διοίκηση της υπό σύσταση «συντροφιάς των Μουσικών» ως Πρόεδρος, «εις τας διαταγάς» του οποίου «υπόσχονται όλοι οι μαθηταί να πείθονται».     
Οπωσδήποτε το έργο του είναι δύσκολο. Το «υλικό» που καλείται να διαχειριστεί αποτελείται από τον «ανθό» της τότε Ληξουριώτικης νεολαίας. Γόνοι οικογενειών με μεγάλη οικονομική και κοινωνική επιφάνεια, προορισμένοι οι περισσότεροι για τον τίτλο του «διδάκτορος» σε ξένα πανεπιστήμια, αποτελούν την «συντροφιά», που ο Μπασιάς πρέπει να μετατρέψει σε Μουσική Σχολή, για να διδαχθεί «την επιστήμην (!) της Μουσικής», αλλά και σε μπάντα, που με δική του ευθύνη θα «υπάγουν να λαλήσουν εις πανήγυριν ή εις χορόν ή εις κάθε άλλο».
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς λόγοι οδήγησαν την συντροφιά των Μουσικών στην ανάθεση της «πρωτοκαθεδρίας» στον Μπασιά. Οπωσδήποτε η ηλικία του (ο Μπασιάς το 1839 ήταν περίπου 40 ετών, ενώ οι νέοι της συντροφιάς γύρω στα 20), αλλά και ο οργανωτικός χαρακτήρας του επαγγέλματός του (συμβολαιογράφος), βάρυναν κατά την επιλογή του. Μπορούμε δε να υποθέσουμε ότι, αν και δεν αναφέρεται στα σωζόμενα έγγραφα ως μουσικός, ίσως είχε λάβει μουσική παιδεία, που τον κατέστησε τον καταλληλότερο για την ηγεσία της συντροφιάς.
Όποιες όμως και αν ήταν οι αιτίες της επιλογής, αποδείχθηκε επιτυχημένη. Ο Ανδρέας Τ. Μπασιάς έδειξε από την πρώτη στιγμή, ήδη από την σύνταξη των «Κανόνων των Μουσικών», ότι είχε «όραμα» και γνώση για την ανάπτυξη της Φιλαρμονικής. Το καταστατικό αυτό κείμενο, ίσως συνταγμένο από τον ίδιο, ρυθμίζει με λεπτομέρεια όχι μόνο τις σχέσεις και τις υποχρεώσεις των μαθητών, αλλά κυρίως τις αρμοδιότητες του Προέδρου. Παρά δε την φαινομενική «μονοκρατορία» του στην διοίκηση, ο Πρόεδρος από τις διατάξεις των «Κανόνων» προκύπτει τελικά πρώτος μεταξύ ίσων στην λήψη των αποφάσεων, οι δε μουσικοί ορίζονται ως μια «γενική συνέλευση» μαθητών – συνδρομητών, με πλήρη έλεγχο και ισηγορία στις υποθέσεις της «συντροφιάς». Χαρακτηριστικό είναι και το ακροτελεύτιο άρθρο των «Κανόνων»: «Όλα τα άνωθεν κεφάλαια υπόσχονται όλοι οι κάτωθι μαθηταί και Πρόεδρος μετά την υπογραφή τους να εκτελέσουν χωρίς την παραμικράν εναντιότητα είτε καμιάς λογής πρόφασιν, δίδοντας τώρα ο καθείς τον λόγον της τιμής και της συνειδήσεως ωσάν καλός πολίτης και ωσάν άνθρωπος του τιμίου χαρακτήρος». Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το καταστατικό όχι μόνο διαπνέεται από Δημοκρατική νοοτροπία, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Γ.Ν. Μοσχόπουλος, αλλά εκφράζει και μία έξυπνη τακτική του Μπασιά στον χειρισμό των «αρχοντόπουλων», που έπρεπε να γίνουν μέλη της κοινωνίας απόλυτης σύμπραξης και ισότητας, που κάθε μπάντα αποτελεί.

Στον διαχειριστικό τομέα, ο Ανδρέας Τυπάλδος Μπασιάς επιδεικνύει αξιόλογη δραστηριότητα, αλλά και την επιμέλεια και τάξη που οι «Κανόνες» του επιβάλλουν. Με επανειλημμένες ανακοινώσεις του στο Ληξουριώτικο κοινό, αναζητά συνδρομητές, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της δωρεάν εκπαίδευσης των μαθητών της Σχολής. Ξεκαθαρίζει δε, αν και δεν αναφέρεται στους «Κανόνες», ότι μετά από έναν χρόνο Προεδρίας, θα παραδώσει την διοίκηση σε τριμελή επιτροπή που οι συνδρομητές θα ορίσουν. Ασκεί με ζήλο καθήκοντα «φροντιστή» για το κτήριο που μισθώνει η συντροφιά για να «φορμαρισθή σχολείον Μουσικής», για τα έπιπλα και τα αναλώσιμα είδη της μπάντας. Προμηθεύεται καινούργια Όργανα από τον «πραγματευτήν» Ράνκη και προκαταβάλλει ο ίδιος το τίμημα. Τον Απρίλιο του 1840 ορίζει έναν από τους μαθητές, τον Αναστάσιο Γερουλάνο, Ταμία της Φιλαρμονικής «διά να μην γίνονται καταχρήσεις». Για κάθε έξοδο και ενέργεια δε, τηρεί «ημεροδρόμιον» και ακριβή λογαριασμό, όπως του επιτάσσουν οι «Κανόνες», τον οποίο αποδίδει στο τέλος της Προεδρίας του πρώτα στους μαθητές και έπειτα στους συνδρομητές της Σχολής, «χαρίζοντας» έτσι στην έρευνα το «Βιβλίο Ταμείου», ένα από τα σωζόμενα «ιδρυτικά έγγραφα».
Όσον αφορά την αντίληψή του για το νόημα και την προοπτική της Φιλαρμονικής, μία φράση του σε έκκλησή του προς τους συνδρομητές αρκεί για να αποδειχθεί η ορθότητά της: «διά να φωτισθή η νεολαία της Πατρίδος μας»!

Ο Ανδρέας Τ. Μπασιάς, πιστός στην υπόσχεσή του, θα συγκαλέσει τον Σεπτέμβριο του 1840 συνέλευση μαθητών και συνδρομητών και θα παραδώσει την διοίκηση σε πενταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τους Ανδρέα Τ. Λασκαράτο, Μαρίνο Δαλλαπόρτα, Ιωάννη Τ. Φορέστη, Αδαμάντιο Δαλλαπόρτα και Θεόδωρο Τ. Πρετεντέρη. Εκεί σταματά κάθε ουσιαστική ασχολία του με την Φιλαρμονική. Ίσως από την πρώτη στιγμή είχε σκοπό να παραιτηθεί μετά την αρχική οργάνωση της συντροφιάς, ίσως «οι οικιακές περιστάσεις» που επικαλείται να ήταν ιδιαίτερα πιεστικές, ίσως να απογοητεύτηκε από τις δυσκολίες του εγχειρήματός του ή να διαφώνησε με τα μέλη της νέας επιτροπής. Η ουσία είναι ότι ο πρώτος Πρόεδρος στο εξής «χάνεται» από την ιστορική εξέλιξη της Φιλαρμονικής.
                                  
  Ποιος όμως ήταν ο άνθρωπος που αφιέρωσε με τόση προθυμία και συνέπεια έναν χρόνο από την ζωή του στην Ιδέα της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου;
Ο Ανδρέας Τυπάλδος Μπασιάς γεννήθηκε στο Ληξούρι στα τέλη της δεκαετίας του 1790. Ήταν γιος του Γεωργίου  Τυπάλδου – Μπασιά, αδελφού του Σπυρίδωνος Τ. Μπασιά, προπάππου του γνωστού Ληξουριώτη ευεργέτη Ευαγγέλου Τ. Μπασιά. Το σπίτι της οικογένειας του Ανδρέα βρισκόταν στην συνοικία «Αναλήψεως», συνορεύον προς νότο με το σπίτι της οικογένειας του Σπυρίδωνος, εκεί που σήμερα βρίσκεται το κτήριο της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου, μετά από δωρεά που συνέστησε προς το σωματείο ο Ευάγγελος Τ. Μπασιάς το 1957. Δεν αποκλείεται λοιπόν, η αχνή ανάμνηση του μακρινού θείου Ανδρέα να συνέτεινε στην απόφαση του ευεργέτη να παραχωρήσει το πατρικό του οικόπεδο στην Φιλαρμονική.
Η μόρφωση του Ανδρέα ήταν μέτρια, για τα δεδομένα της εποχής στο Ληξούρι. Μπορεί να ασκούσε το λειτούργημα του συμβολαιογράφου, αλλά από την γραφή στις σωζόμενες διαθήκες του και την έλλειψη του προθέματος «Δρ» στην υπογραφή του ή στις αναφορές του ονόματός του, συμπεραίνουμε ότι δεν ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος. Επίσης μέτρια θα πρέπει να ήταν και η οικονομική του κατάσταση, αφού κατείχε περιουσία, που του επέτρεψε να καταβάλλει την απαιτούμενη την εποχή εκείνη εγγύηση για να γίνει  συμβολαιογράφος, αλλά δεν επαρκούσε να ζει από αυτήν ως «κτηματίας ή «ιδιοκτήτης», χωρίς να εργάζεται.     
Ήταν παντρεμένος με την Ντζανέτα Κουλουμπή. Όπως όμως βλέπουμε στις ληξιαρχικές πράξεις, το σπίτι του Ανδρέα και της Ντζανέτας δεν ευτύχησε, αφού η κακή τύχη χτύπησε αρκετές φορές την πόρτα του: Το 1841 ο Ανδρέας χάνει την κόρη του Ειρήνη σε ηλικία 3 μηνών, το 1850 την κόρη του Παρασκευή 7 μηνών, το 1851 τον γιο του Χριστόδουλο 2 ετών και την κόρη του Αδελαϊδα 10 μηνών και ακολουθούν το 1854 η Ισαβέλλα 23 ετών και το 1855 το νήπιο Διαμαντούλα και η Χρυσούλα 21 ετών. Στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου των ενηλίκων θυγατέρων του Ισαβέλλας και Χρυσούλας αναγράφεται το επάγγελμα «ράπτρια», γεγονός από το οποίο εικάζουμε ότι η οικονομική κατάσταση του Μπασιά συνεχώς έφθινε, αφού αναγκάζονταν οι κόρες του να εργάζονται. Το μόνο παιδί του Μπασιά που βλέπουμε να επιβιώνει είναι ο μεγάλος του γιος Γεώργιος, που ασκεί το περίεργο εκείνη την εποχή επάγγελμα του φωτογράφου. Το συναντάμε να παντρεύεται σε ηλικία 50 ετών, το 1883, την Ρουμπίνα Παρτίδου και, έντεκα χρόνια μετά, το 1893, να αποβιώνει.
Την 4/4/1866 τελειώνει και η ζωή του Ανδρέα. Μια ζωή μουντή, δυστυχής, που όμως εκείνος ο ένας και μόνο χρόνος που συνδέθηκε με την «γέννηση» της Φιλαρμονικής την καταυγάζει!
Ας είναι αυτό το κείμενο μια πρώτη ανάκληση της μνήμης και της προσφοράς του Ανδρέα Τυπάλδου Μπασιά από την Ιστορία, που τόσο τον αδίκησε.  
                                                                   Ιωσήφ Λουκέρης του Βασιλείου

Πηγές
α) Γεωργ. Ν. Μοσχόπουλου, Το Πρώτο «Καταστατικό» της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου (1839), Συμβολή στην Ιστορία της Επτανησιακής Μουσικής, σελ. 31 επ..
β) Αρχείο Σ. Μοτσενίγου, Φάκελος 574.





[1] Από την προσεκτική ανάγνωση των «ιδρυτικών» εγγράφων, αλλά και από τον επικήδειο λόγο του Η. Τσιτσέλη προς τον Πέτρο Σκαρλάτο (βλ. Γ. Ε. Ραυτόπουλου, Πέτρος Ι. Σκαρλάτος, σελ. 159) πιθανολογώ έντονα την ύπαρξη φιλαρμονικής στο Ληξούρι πριν το έτος 1839. Αυτόν τον προβληματισμό μου θα εκθέσω με την άδεια της διεύθυνσης του περιοδικού, σε επόμενο άρθρο μου.
[2] Πρόκειται για το σύνολο εγγράφων χρονολογίας 1839-1841, που ο καθηγητής Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος ανέσυρε από τα «κατάλοιπα» του αρχείου Η. Τσιτσέλη, αντίγραφα των οποίων βρίσκονται στο αρχείο Σπύρου Μοτσενίγου στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

1801: ΛΗΞΟΥΡΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ (Ένας αιματηρός αγώνας για την αυτοδιοίκηση του Ληξουριού)

Αφορμή για το παρόν κείμενο αποτελεί άρθρο της έγκριτης ιστοσελίδας «Κεφαλονίτικα Νέα», το οποίο, ακολουθώντας την πεπατημένη της «επίσημης» ιστοριογραφίας, εξυμνεί τον Ιωάννη Καποδίστρια, για το «κατόρθωμα» του «συμβιβασμού» Αργοστολίου και Ληξουρίου, κατά την ταραγμένη περίοδο των αρχών του 19ου αιώνα. Τότε, που η Κεφαλονιά και όλα τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό Ρωσοτουρκική κατοχή, βαπτισμένη σε   «Επτάνησο Πολιτεία».
Κύρια πηγή για το άρθρο των «Κεφαλονίτικων Νέων», αποτελεί άρθρο του αξιόλογου ιστολογίου «ΕΞΑΛΑΠΑΞΑΣ», που με την σειρά του αντλεί πληροφορίες κυρίως από το βιβλίο του Μάρκου Θεοτόκη «Ο Ιωάννης Καποδίστριας εν Κεφαλληνία και αι στάσεις αυτής εν έτεσι 1800 1801 1802».
Η προσεκτική ανάγνωση όμως αυτού του ίδιου συγγράμματος του Θεοτόκη, με την εξαντλητική (και για το θέμα και για …. τον αναγνώστη) και εμπεριστατωμένη παράθεση των γεγονότων, οδηγεί σε εντελώς αντίθετα συμπεράσματα από αυτά που τα δύο ανωτέρω άρθρα παρουσιάζουν.

Τα γεγονότα

Κατ’ αρχάς τα γεγονότα, όπως πάντα περιγράφονται από τον Θεοτόκη, αντιτίθενται σε όσα τα δύο άρθρα αναφέρουν σε δύο βασικά σημεία:
α) Από πουθενά δεν προκύπτει ότι αίτιο της στάσης των Ληξουριωτών ήταν το αίτημα για εγκατάσταση των Αρχών της Νήσου στην πόλη τους.
Οι Ληξουριώτες ξεσηκώθηκαν και αγωνίστηκαν για την δημιουργία Δικαστηρίων και Υγειονομείου ΚΑΙ στο Ληξούρι.  Η επανάσταση τους μάλιστα εκδηλώθηκε όταν, ενώ είχε αποφασιστεί η ίδρυση των Υπηρεσιών αυτών στην πόλη από την Γερουσία, το «Γενικόν Συμβούλιον των Ευγενών» της Κεφαλονιάς, ελεγχόμενο από Αργοστολιώτες και «Καστρινούς» έλαβε απόφαση ότι «είναι βλαβερόν εις τον τόπον το υγειονομείον Ληξουρίου» (σας θυμίζει κάτι αυτό;!).
β) Η διαμάχη των δύο οικογενειών Μεταξάδων – Ανίνων, που αιματοκύλησε την υπόλοιπη Κεφαλονιά, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αίτιο των ταραχών στο Ληξούρι. Απλώς, σε κάποια στιγμή οι εξεγερθέντες στην υπόλοιπη Κεφαλονιά «συνεργάστηκαν» με τους Ληξουριώτες εναντίον του κοινού εχθρού, δηλαδή όσων κατείχαν την κυβέρνηση του νησιού.  

Η νοοτροπία του Καποδίστρια

Αφού λοιπόν οι Ληξουριώτες δεν επαναστάτησαν για «να γίνει το Ληξούρι πρωτεύουσα», ούτε λόγω της αντιπαράθεσης δύο αρχοντικών οικογενειών, καταρρίπτεται ο ισχυρισμός ότι ο Καποδίστριας στο Ληξούρι έδρασε κατά της αρχέγονης «ζηλοτυπίας» μεταξύ των δύο πόλεων ή κατά «ληστρικών φατριών».

Η μοιραία απόφαση

Τη νοοτροπία με την οποία ο Καποδίστριας αντιμετώπισε την ληξουριώτικη στάση καταδεικνύει ιδιαίτερα το εξής γεγονός, που ο Θεοτόκης και συνακόλουθα το «ΕΞΑΛΑΠΑΞΑΣ» αναφέρουν μεν, αλλά με αντίστροφη, «φιλοκαποδιστριακή» οπτική:
Ενώ το Ληξούρι βρίσκεται σε ένταση, λόγω του φόβου της καταργήσεως των Δικαστηρίων και του Υγειονομείου του, συλλαμβάνονται οι αδελφοί Λιώκη, από την Κοντογεννάδα, για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου (φόνους ληστείες κλπ). Οι Ληξουριώτες, όπως ήταν φυσικό, απαιτούν να δικαστούν οι δύο κατηγορούμενοι από τα ληξουριώτικα ποινικά δικαστήρια, που είχαν την δωσιδικία. Ο Ιωάννης Καποδίστριας όμως επιμένει πεισματικά να τους δικάσει δικαστήριο υπό την προεδρεία του ίδιου, αποτελούμενο από κυβερνητικά στελέχη και εδρεύον στο Αργοστόλι. Η επιμονή αυτή του Καποδίστρια, δημιουργεί έξαρση των ταραχών, αλλά ο ίδιος δεν κάμπτεται. Δικάζει τους κατηγορούμενους στο Αργοστόλι, τους καταδικάζει σε θάνατο και διατάσσει η ποινή να εκτελεστεί στην αγορά του Ληξουριού «προς παραδειγματισμόν» των αντιφρονούντων. Μάλιστα η απόφαση διέτασσε να αποκοπούν οι κεφαλές των αδελφών Λιώκη και να εμπηχθούν σε λόγχες, κάτι που τελικά δεν έγινε ελλείψει δημίου (!).
Για την εκτέλεση των δύο κατηγορουμένων μετέβη στο Ληξούρι μεγάλη δύναμη στρατιωτών, κυρίως Ρώσων, με κανόνι και «βόμβα», η οποία παρότι εκτέλεσε τους αδελφούς Λιώκη, δεν κατάφερε να καταπνίξει και την εξέγερση που προκλήθηκε με μεγάλο αριθμό νεκρών.  
Η αντίδραση αυτή του Καποδίστρια, κατά την γνώμη μου, «μυρίζει» διάθεση για υποκίνηση της στάσης, ακριβώς για να προβεί ο στρατός στην «τελική λύση» του προβλήματος με την εκκαθάριση διά της λόγχης του Ληξουριού από τα «επαναστατικά στοιχεία» και την οριστική υποταγή του. Κάτι που τελικά θα γίνει λίγο αργότερα, όταν κατόπιν διά θαλάσσης αποκλεισμού, το Ληξούρι υπό την απειλή της οικονομικής καταστροφής, θα υποκύψει στα κελεύσματα του μετέπειτα Κυβερνήτη της Ελλάδας.
Συνεπώς, κατά την γνώμη μου πάντα, ο Καποδίστριας στο Ληξούρι έδρασε με άκρως συγκεντρωτική νοοτροπία και εφαρμόζοντας πλήρως την ρωσική πολιτική, που ήθελε ένα επτανησιακό «κράτος» ολιγαρχικό, ακριβώς για να το ελέγχει απόλυτα. Ο νεαρός κόντες συμπεριφέρθηκε σαν «golden boy» της σημερινής εποχής, πειθήνιο στα κελεύσματα των προϊσταμένων του, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας την μεγάλη καριέρα του διπλωμάτη του Τσάρου.  

Τι "ήθελε" το Ληξούρι

Όσο για το τι επεδίωκε το Ληξούρι (και) την εποχή εκείνη; Αυτό αποδεικνύεται από την αναφορά των Ληξουριωτών προς τον Πρόεδρο της Γερουσίας, κοινοποιούμενη και στον Καποδίστρια, με την οποία ζητούσαν: α) Την σύσταση στο τμήμα του Ληξουρίου ειδικής «Συγκλήτου» που να εκλέγει τις Αρχές και τους Υπαλλήλους του. β) Τη σύσταση στο Ληξούρι ειδικού Ταμείου, που να συλλέγει τους φόρους και αφού κρατήσει τους απαιτούμενους για τις ανάγκες του «τμήματος» να αποστέλλει τους υπόλοιπους στην Γερουσία και γ) Να απαγορευθεί στο Γενικό Συμβούλιο των Ευγενών της Κεφαλονιάς να ακυρώσει τις αποφάσεις της Γερουσίας για ίδρυση Δικαστηρίων και Υγειονομείου στο Ληξούρι.
Άρα, αυτό που επεδίωκε (και) τότε το Ληξούρι δεν ήταν ούτε να γίνει πρωτεύουσα ούτε «να σβήσει το Αργοστόλι από τον χάρτη». Την αυτοδιοίκησή του επεδίωκε, την εκπροσώπησή του από δικούς του ανθρώπους, που θα υπεράσπιζαν τα δικά του συμφέροντα. Και σε αυτό αντέδρασε η «προστάτις δύναμις» της Ρωσίας, που δεν μπορούσε να ανεχθεί ευρεία εκπροσώπηση των πολιτών μιας κατακτημένης περιοχής (κι αυτό, δεν μπορεί, κάτι θα σας θυμίζει).
Εν κατακλείδι: α) Η αδιαμφισβήτητη αφοσίωση και φιλεργία του Ι. Καποδίστρια στην οργάνωση του Ελληνικού Κράτους, όπως αυτός το οραματίστηκε, καθώς και το μαρτυρικό τέλος του, δεν πρέπει να επηρεάζουν την κρίση μας για τις ενέργειες του κατά το νεανικό του παρελθόν.
β) Πιστεύω ότι αν κάποιοι, αρμοδιότεροι (και ….αντικειμενικότεροι) εμού, ερευνήσουν λεπτομερώς την ληξουριώτικη επανάσταση στις αρχές του προπερασμένου αιώνα, θα προκύψει ίσως μια πρώτη στον ελληνικό χώρο διεκδίκηση οργανωμένης Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με όλο το πάθος που η αγάπη για κάθε γενέτειρα κοινωνία, για κάθε γενέθλια γη συνεπάγεται.        

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

1891: Εκλογές πάθους και βίας στο Ληξούρι....

Άρθρο μου στο περιοδικό "Κεφαλονίτικη Πρόοδος", τεύχος 13ο. 




Αναμφισβήτητα η εκλογική διαδικασία είναι η κορυφαία έκφραση και έκφανση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Η συμπεριφορά δε των πολιτών, κατά την άσκηση του δικαιώματος του «εκλέγεσθαι» και «εκλέγειν», καταδεικνύει όχι μόνο την ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά και τα ήθη κάθε εποχής και κάθε περιοχής. 
Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να δείξω την ατμόσφαιρα των εκλογών κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, αναφερόμενος κυρίως στις δημοτικές εκλογές του 1891 στην Κεφαλονιά και δη στο Ληξούρι.
Επέλεξα αυτό το έτος λόγω των χαρακτηριστικών επεισοδίων, που κατωτέρω περιγράφω. Εστιάζω δε στο Ληξούρι, όχι μόνο επειδή είναι ο «βιότοπός μου», αλλά και διότι μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω, με λίγα λόγια, την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε στην πόλη μας.

Η μορφή του Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου διαμορφώνει την πολιτική εικόνα του Ληξουρίου από πριν την Ένωση μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Ασυμβίβαστος, δυναμικός και αγέρωχος πολιτικός για τους οπαδούς του, επηρμένος «βαναυσολόγος» για τους αντιπάλους του ο «Γιωργαντάρας», είναι βέβαιο ότι με την συνεργασία των δύο αδελφών του, έθεσε το Ληξούρι και ολόκληρη την τότε Επαρχία Πάλης στη τροχιά των δικών του πολιτικών πόθων και παθών. 
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Επτανησίων Πολιτικών, που μετά την Ένωση εντάχθηκαν πλήρως στις αρχηγικές παρατάξεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής, ο Γεώργιος Τ. Ιακωβάτος ακολούθησε, κυρίως στα εξωτερικά θέματα, δική του πολιτική, συμπαρασύροντας και τους εν Ληξουρίω αντιπάλους του σε οξεία αντιπαράθεση με τον ίδιο, ανεξάρτητα από ποιους κομματικούς σχηματισμούς υποστήριζαν. Έτσι, η πολιτική ζωή του Ληξουρίου είχε και αυτή την «Ληξουριώτικη» ιδιορρυθμία της.

Από την πρώτη κιόλας θητεία τους, οι μεν Γεώργιος και Χαράλαμπος ως βουλευτές, ο δε Νικόλαος ως Δήμαρχος Παλέων, οι αδελφοί Ιακωβάτοι δυναμιτίζουν την πολιτική ατμόσφαιρα, παραιτούμενοι των αξιωμάτων τους, το έτος 1867, διαμαρτυρόμενοι για την κυβερνητική πολιτική στο θέμα της Εκκλησιαστικής αφομοιώσεως.[1] Για τις θέσεις του Γεωργίου και του Χαραλάμπους προκηρύσσονται επαναληπτικές εκλογές, στις οποίες οι δύο αδελφοί θέτουν και πάλι υποψηφιότητα. 
Στις επαναληπτικές εκλογές, για την αναπλήρωση των δύο βουλευτών της Επαρχίας Πάλης, που διεξήχθησαν τον Ιανουάριο του 1868, συγκροτούνται, για πρώτη φορά τόσο ευκρινώς, δύο αντίπαλα «στρατόπεδα»: Το «στρατόπεδο» των Ιακωβάτων και το «στρατόπεδο» των «αιωνίων» αντιπάλων τους, των αδελφών Ιωάννη και Μιχαήλ Τυπάλδων Χαριτάτων[2].
Αυτές οι δύο παρατάξεις, βασιζόμενες στις δύο οικογένειες, θα μονοπωλήσουν την πολιτική διαμάχη στο Ληξούρι, μέχρι και την αρχή του 20ου αιώνα. Πολιτική διαμάχη σκληρή και βίαιη λόγω και έργω. 

Οι Ιακωβάτοι στην τοπική αυτοδιοίκηση θα βασιστούν αρχικά στον πρώτο τους εξάδελφο, γιο του αδελφού του πατέρα τους, Πέτρου (Πιέρου), Δημήτριο Τ. Ιακωβάτο, και στην συνέχεια στον υιό του Άγγελο.
Για αρκετό καιρό αποτυγχάνουν, καθώς ο Δημήτριος Τ. Ιακωβάτος θα ηττηθεί στις εκλογές του 1870 από τον υποστηριζόμενο από τους Χαριτάτους Γεράσιμο Κομινάτο - Γενατά και στη συνέχεια, ο κύριος αντίπαλός τους Ιωάννης Τυπάλδος - Χαριτάτος θα κερδίσει τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις παραμένοντας Δήμαρχος Ληξουρίου για 13 χρόνια (1874-1887). 

Η ώρα της «ρεβάνς» θα έλθει, όμως, για την Ιακωβατική παράταξη, καθώς ο Άγγελος Τ. Ιακωβάτος θα επικρατήσει στις δημοτικές εκλογές του 1887 και του 1891. 
Χαρακτηριστικό το επεισόδιο των Ιακωβατέικων επινικίων του 1887, όταν ο μικρανεψιός του «Γιωργαντάρα», Άγγελος, κατέλυσε την 13χρονη κυριαρχία των Χαριτάτων: Η παράταξη των Ιακωβάτων προγραμματίζει παρέλαση στους δρόμους της πόλης, «εκ της οικίας του Γιωργαντάρα» (την σημερινή πολύπαθη Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη), όπου η Αικατερίνη (Κάτε) Ιακωβάτου θα παρέδιδε την σημαία και τη δάφνη, εμβλήματα της οικογένειας, «τω νικητή Ιακωβάτω». Η τελετή όμως ματαιώνεται, γιατί «την πρωίαν …. συνέβη σπουδαία συμπλοκή μεταξύ των κομμάτων, ης θύμα υπήρξε ατυχής νέος Ψαρός, τρωθείς διά μαχαίρας επικινδύνως κατά τον θώρακα υπό τινος Λυκούδη, τραυματισθέντες δε πολλοί άλλοι ελαφρότερον….»[3] Τόση βία, τόσο πάθος!

Σε αυτό το πολιτικό και συναισθηματικό πλαίσιο διεξήχθησαν οι δημοτικές εκλογές του 1891. Αντίπαλοι ετάχθησαν, φυσικά, οι έχοντες «ανοιχτούς λογαριασμούς», Άγγελος Τ. Ιακωβάτος και Ιωάννης Τ. Χαριτάτος. 
Από την αρχή της προεκλογικής περιόδου η ατμόσφαιρα κυριολεκτικά «μύριζε μπαρούτι», αφού πολλοί κυκλοφορούσαν οπλισμένοι μεταξύ των οποίων και ο Άγγελος Τ. Ιακωβάτος! Το «αρχέγονο» μίσος μεταξύ των δύο παρατάξεων έρχεται ξανά στην επιφάνεια. Πριν ξεσπάσει σε σωματική βία, εκδηλώνεται με διαπληκτισμούς για την τακτική των υποψηφίων κατά των προεκλογικό τους αγώνα, από τους οποίους, βέβαια δεν θα μπορούσε να λείψει μια γνήσια Ληξουριώτισσα· η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου
Ο Άγγελος Τ. Ιακωβάτος θέλησε να χρησιμοποιήσει τους μουσικούς και τα όργανα της Φιλαρμονικής σε προεκλογική του συγκέντρωση, πράγμα που ο Νομάρχης δεν ενέκρινε και έσπευσε να κατάσχει τα όργανα!
Οργισμένος ο Άγγελος Τ. Ιακωβάτος τηλεγραφεί στον Πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη διαμαρτυρόμενος κατά του Νομάρχη. Ιδιαίτερα ενοχλημένος φέρεται από το γεγονός ότι ο Νομάρχης επέτρεψε σε «αντιθέτους» να κυκλοφορούν στην πόλη τραγουδώντας με συνοδεία εγχόρδων οργάνων. 
Το επεισόδιο αυτό αναφέρει από την εύθυμη πλευρά του η Εφημερίδα «Εφημερίς» (φ. 187/6-7-1891) σε πρωτοσέλιδο άρθρο της υπό τον τίτλο «Όπου αναφαίνονται τα Φλούγκερχορν»[4]

Η κατάσταση δεν άργησε να φτάσει στα άκρα: Τα πρωί της 23ης Ιουνίου, οπαδοί του Χαριτάτου επιτίθενται στο καφενείο του Ζαχαρένιου στην παραλία του Ληξουριού, όπου προφανώς σύχναζαν φίλοι του Ιακωβάτου και τραυματίζουν στο πόδι τον δημότη Στέφανο Καγγελάρη, ο οποίος ακρωτηριάζεται από τους γιατρούς[5]. Ο Ιακωβάτος τηλεγραφεί και πάλι διαμαρτυρόμενος, αυτή τη φορά προς τον Βασιλέα. Από το διερευνητικό τηλεγράφημα του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Νομάρχη, καθώς και από το απαντητικό τηλεγράφημα του τελευταίου, όμως, μαθαίνουμε ότι ο Ιακωβάτος δεν ήταν τόσο φιλήσυχος, όσο θέλει να δείχνει στις διαμαρτυρίες του. Ο πολιτικά αντίθετός του Νομάρχης, βέβαια, χρησιμοποιούσε την χωροφυλακή εναντίον του, αλλά και ο ίδιος ο Ιακωβάτος, όχι μόνο κυκλοφορούσε στην πλατεία του Ληξουρίου «φέρων εν τη ζώνη του περίστροφον και επιδεικνύων αυτό προς το πλήθος», αλλά επέτρεπε και στους άνδρες της δημοτικής αστυνομίας την χρήση «ροπάλων ισοτίμων φονικοίς όπλοις»[6]
Με τα νεύρα τεντωμένα, το Ληξούρι έφτασε στην ημέρα των εκλογών· την 7η Ιουλίου 1891. Αν και η ψηφοφορία άρχισε «πανηγυρικώς και αταράχως», το μοιραίο δεν άργησε να συμβεί: Στις 10 το πρωί, ένοπλοι «οχυρωμένοι» σε οικίες ανοίγουν πυρ κατά συμπολιτών τους της αντίθετης παράταξης! Από τους πυροβολισμούς τραυματίζονται αρκετοί και φονεύεται ο φιλήσυχος πολίτης Χριστοφοράτος. Ο τηλέγραφος παίρνει και πάλι φωτιά. Οι Ληξουριώτες πολιτευτές Ε. Μπασιάς και Σ. Φορέστης τηλεγραφούν, αναφέροντας το γεγονός, στον Πρωθυπουργό και στις Αρχές στο Αργοστόλι. Για την αναστάτωση των εντόπιων Αρχών (Νομάρχης, Στρατιωτικός Επόπτης, Εισαγγελέας, Μοίραρχος), «μιλάει» από μόνο του το τηλεγράφημά τους στο Υπουργείο Εσωτερικών, γι αυτό το παραθέτω αυτούσιο: 
«7/7 ώρα 11 π.μ.: Υπομοίραρχος Ληξουρίου τηλεγραφεί ότι εντός της πόλεως, πέριξ εκλογικού τμήματος, έλαβε χώραν ένοπλος ρήξις μεταξύ διαμαχομένων πολιτικών μερίδων. Άγνωστος αριθμός φονευθέντων. Εκλογή διεκόπη. Πυροβολισμοί εκατέρωθεν εξακολουθούσι. Ζητείται ενίσχυσις και εδυνήθημεν οικονομήσαι ολίγους άνδρας, οίτινες μετά εισαγγελέως και ανακριτού μεταβαίνουσι εις Ληξούριον προς επαναφοράν τάξεως»
Ο πανικός αυτός των Αρχών δημιούργησε πρόβλημα και στο Αργοστόλι, αφού λόγω της ελλιπούς φρούρησης των εκεί εκλογικών τμημάτων, εισβολείς αναποδογύρισαν τις κάλπες με αποτέλεσμα την ματαίωση της ψηφοφορίας. 
Την κατάσταση χαρακτηρίζει ακριβώς, με δύο λέξεις, η «Εφημερίς» στο φύλλο της ίδιας ημέρας : «Εν Κεφαλληνία έγειναν όλα θάλασσα….» 
Κάπως έτσι, λοιπόν, διεξάγονταν οι δημοτικές εκλογές στην πόλη των «οξυμένων πνευμάτων», τότε: Με πάθος, βία, αλλά και πολιτική που ασκείτο για το Ληξούρι και από το Ληξούρι. Την σύγκριση με το σήμερα αφήνω στον αναγνώστη.

[i]




[1] Βλ. Μονόφυλλα Ιακωβατείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ληξουρίου, Μ 147 -148/1867. Παραιτήσεις Αφων Ιακωβάτων.


[2] Για τους Αφους Χαριτάτου βλ. Γερ. Η. Πεντόγαλου, «Γιατροί και Ιατρική Κεφαλονιάς στα χρόνια των ξενικών κυριαρχιών (1500 – 1864)»


[3] Εφημερίδα «Ακρόπολις», φ. 1856/17-7-1887


[4] Φλούγκερχορν: Χάλκινο όργανο συγγενές της τρομπέτας. Στην Ελλάδα ονομάζεται «φλικόρνο».


[5] Βλ. Εφημερίδα «Εμπρός», φ. 194/ 29-6-1891.


[6] Μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι ο Άγγελος Ιακωβάτος εφηύρε τα … ΜΑΤ!








[i] Πηγή για τα εκλογικά τηλεγραφήματα η εφημερίδα «Πρωία», φ. 5ης,6ης,8ης/7/1891.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Γ. Μολφέτας: Ο Μουσικός Ποιητής.

Κάθε δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα οφείλει να βρίσκεται σε απόλυτη πνευματική, τουλάχιστον, επαφή με την κοινωνία που εδρεύει. Πολλώ δε μάλλον, όταν η κοινωνία αυτή συμπυκνώνει, σε μικρή έκταση και σε ολιγάριθμα άτομα, Ιδέες, έννοιες, προοπτικές και ματαιώσεις τεράστιου εύρους. Με την σκέψη αυτή, θεωρώ απολύτως επιτυχημένη, ως επίδειξη και απόδειξη του έργου της Σχολής Μουσικής Τεχνολογίας, την ανακατασκευή και παρουσίαση της ιδιότυπης κιθάρας του Γεωργίου Μολφέτα. Ενός ανθρώπου μοναδικού, που κατείχε την ικανότητα να συμπυκνώνει σε δύο δεκαπεντασύλλαβους τον χαρακτήρα, τα προβλήματα, τις ατομικές και συλλογικές σκέψεις των επιμέρους κοινωνιών της Κεφαλονιάς, των τόσο μικρών, αλλά τόσο δυνατών.
Στην ομιλία μου αυτή, θα προσπαθήσω, αφηγούμενος τα κύρια σημεία της σύντομης αλλά άξιας ζωής του Μολφέτα, να δείξω ότι η υψηλή Τέχνη του εμπνεύστηκε από τα μύχια των τότε κεφαλληνιακών κοινωνιών. Επειδή όμως εγώ δεν διαθέτω το ταλέντο της συμπύκνωσης νοημάτων, παρακαλώ να μου συγχωρήσετε τυχόν πολυλογία μου.
Ο Γεώργιος (Τζώρτζης) Μολφέτας του Γερασίμου και της Αγγελικής το γένος Χωραφά, Ρισιάνος την καταγωγή, γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1871. Η οικογένειά του ανήκε στην μεσαία τάξη της εποχής, πράγμα που ασφαλώς του επέτρεψε πότε να έχει απόλυτη επαφή και πότε να κρατά τις κατάλληλες αποστάσεις με όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Ο πατέρας του ήταν κτηματίας με μια μικρή ιδιοκτησία στην Χαλικερή Ερίσου. Το κύρος του όμως ήταν ηυξημένο, καθώς ασκούσε και το επάγγελμα του Δικολάβου. Όπως ήταν φυσικό προόριζε τον γιο του για σπουδές και μάλιστα στη νομική, για να γίνει ένας από τους τόσους σεβαστούς επιστήμονες που το νησί μας τότε διέθετε.  Δικαιολογημένα, ίσως, αγνόησε το γεγονός ότι το πνεύμα του νεαρού Τζώρτζη δεν μπορούσε να περιοριστεί στην επιστημονική μάθηση, όπως δεν περιοριζόταν στην σχολική. Ήταν ένας «κακός μαθητής», που είχε μείνει σε μία τάξη του Ελληνικού Σχολείου, η διαγωγή του είχε μειωθεί σε «μετρία» και μπορούμε να τον φανταστούμε εν ώρα μαθήματος να σκαρώνει στίχους, αντί να παρακολουθεί την παράδοση.
Με το που τελείωσε το σχολείο, το 1891, εκδίδει σατυρική εφημερίδα σε στίχους, η οποία έχουμε την τιμή, εμείς οι Ληξουριώτες, να φέρει ως τίτλο το παρατσούκλι μας. Ονομαζόταν «ο Κολόμπος».
Ο πατέρας του όμως επιμένει για την δικηγορική σταδιοδρομία που ονειρεύεται για τον πρωτότοκό του και έτσι ο Τζώρτζης εγγράφεται στη Νομική και μεταβαίνει στην Αθήνα.  Αλλά η Μούσα, παράφορα ερωτευμένη μαζί του, δεν τον αφήνει να συγκεντρωθεί. Στην πρωτεύουσα, μέσω του Κεφαλονίτη σατυρικού Μπάμπη Άνινου μπαίνει στους φιλολογικούς – καλλιτεχνικούς κύκλους, γνωρίζεται με τον ήδη διαπρέποντα σατυρικό Σουρή και αρχίζει να εκδίδει την σατυρική εφημερίδα «Αίσωπος», η οποία επαινείται από τον δημοσιογραφικό κόσμο. Και πάλι όμως η Μούσα, βοηθούμενη και από την οικονομική αποτυχία του εγχειρήματός του, ωθεί τον Μολφέτα πίσω στην Κεφαλονιά. Εγκαθίσταται μόνιμα πλέον στο Αργοστόλι, εγκαταλείπει τις σπουδές του και εκδίδει μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, για 25 χρόνια, με τεράστια επιτυχία, το περίφημο «Ζιζάνιον». Την εφημερίδα στην οποία θα αφήσει όλο το πνευματικό του έργο, γραμμένο σε εκατοντάδες χιλιάδες εμπνευσμένους σκωπτικούς στίχους.
Ταυτόχρονα με τη στιχουργία όμως, ο Μολφέτας θεραπεύει και την Τέχνη της Μουσικής. Μα όχι, όπως θα περίμενε κανείς, ως «πάρεργο» της ποίησης, όχι ως παιδιά για κάποιες ευχάριστες ώρες. Ο ποιητής μας, αν και αυτοδίδακτος, ήταν ένας άριστος κιθαρίστας, που υπερέβαινε σε ικανότητα και έργο έναν απλό δεξιοτέχνη. Όχι μόνο διασκεύαζε για την κιθάρα του αξιόλογα κομμάτια, αλλά έγραψε και δικές του συνθέσεις. 
Ένα τόσο σπάνιο τάλαντο δεν μπορούσε να θαφτεί. Με την παρακίνηση των θαυμαστών του στην Αθήνα, όπως μας πληροφορεί ο νεώτερος συνεργάτης του Γεώργιος Καββαδίας, δίνει εκεί ρεσιτάλ κιθάρας στην αίθουσα των Φιλομούσων, το 1895. Οι αθηναϊκές εφημερίδες γράφουν ύμνους για την εμφάνιση του 25χρονου Μολφέτα: «….Τι τόνος, ποία εκτέλεσις! Συνείχε τις και την αναπνοήν του ακόμη», «Νομίζει τις, ότι αι χορδαί του μελαγχολικού τούτου οργάνου εις τας χείρας του  μεταβάλλονται εις ενάρθρους φωνάς». Δεν αργούν να έλθουν και οι προσκλήσεις από τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Στην Κωνσταντινούπολη, την Βλαχία, την Ρωσία, την Αίγυπτο, ο Μολφέτας εμφανίζεται με εξαιρετική επιτυχία.  
Κατά το διάστημα αυτό, καλοκαίρι του 1896, ο Μολφέτας θα παραγγείλει και την κιθάρα, που το Εργαστήριο Εγχόρδων της Σχολής Μουσικής Τεχνολογίας ανακατασκεύασε, από τον οργανοποιό Δημήτριο Μούρτζινο. Ο Καββαδίας και πάλι, μας μεταφέρει την ενδιαφέρουσα ιστορία της παραγγελίας αυτής: Μεταξύ δύο συναυλιών του στο Εξωτερικό, περαστικός από την Αθήνα, ο Μολφέτας επισκέφθηκε τον Μούρτζινο, του έδειξε το σχέδιο της κιθάρας που ήθελε και τον ρώτησε για την τιμή. Ο Μούρτζινος ζήτησε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 500 δραχμών, το οποίο ο Μολφέτας αποδέχθηκε και συμφώνησε μετά από δίμηνο να παραλάβει την κιθάρα από το κατάστημα, όλα αυτά όμως χωρίς να δηλώσει στον Μούρτζινο ποιος ήταν. Όταν τον Οκτώβριο του 1896 ο οργανοποιός παρέδωσε την κιθάρα στον Τζώρτζη Μολφέτα και τον άκουσε να παίζει, για να την δοκιμάσει, εντυπωσιασμένος τον ρώτησε: «Μην είσαι ο Μολφέτας;». Με την καταφατική απάντηση ο Μούρτζινος, συγκινημένος, δεν δέχθηκε να λάβει χρήματα και ως μόνο αντάλλαγμα ζήτησε να γράψει την εντός της κιθάρας αφιέρωση στον ποιητή. Είναι η στιγμή που ο κατασκευαστής οργάνων ξεπερνάει τον τεχνίτη και εκδηλώνει σε όλη του την μεγαλοπρέπεια τον καλλιτέχνη, που πρέπει να έχει μέσα του!   
Ο Μολφέτας όμως, δεν θα παρασυρθεί από την δόξα του δεξιοτέχνη μουσικού. Η έλξη που του ασκούσε η κεφαλληνιακή γη και η στιχουργία, ίσως και το γεγονός ότι οι δεξιοτέχνες κιθαρίστες δεν είχαν ακόμη καταξιωθεί στην συνείδηση του μουσικού κοινού, θα τον οδηγήσει στην παύση των δημόσιων εμφανίσεων. Εξαίρεση κάνει περίπου δέκα χρόνια μετά, όταν εμφανίζεται στο θέατρο του Αργοστολίου «Κέφαλος», για φιλανθρωπικούς σκοπούς, κατενθουσιάζοντας το κοινό. Στο τελευταίο «ανκόρ», μάλιστα, του ρεσιτάλ αυτού, ο Μολφέτας μιμήθηκε τον Παγκανίνι. Έσπασε τις πέντε χορδές της κιθάρας του και έπαιξε μόνο με την μία!
Την ίδια εποχή (τέλη Μαρτίου – αρχές Απριλίου 1904), ο Μολφέτας δίνει ρεσιτάλ και σε φιλανθρωπική εκδήλωση στο Ληξούρι. Η εκδήλωση αυτή, στην οποία ο Μολφέτας αφιερώνει ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, πραγματοποιήθηκε στο κτίριο που υπήρχε στην θέση του σημερινού Θεάτρου. Ένα «άσχημο» κτίριο, όπως βλέπουμε στην φωτογραφία, που όμως το Ληξούρι το είχε μετατρέψει σε «παλάτι» με Βασιλιά τον Ληξουριώτικο πολιτισμό, καθώς είχε μετατραπεί σε θέατρο. Ανήκε στον Ι.Ν. Παντοκράτορος, όπως και τα γύρω από αυτό κτίρια, τα οποία (ίσως και το ίδιο παλαιότερα), εκμισθώνονταν τότε ως σταφιδαποθήκες  (σαράγες). Ο Μολφέτας βεβαίως σχολιάζει το γεγονός και σε αρκετά ποιήματά του επαινεί, με τον σκωπτικό του τρόπο, τους Ληξουριώτες, που «θέατρο στελιάζουνε σε σταφιδαποθήκη». Το κτίριο αυτό, αργότερα, θα αποκτήσει και την Bασίλισσά του, καθώς σε αυτό θα στεγαστεί, τέλη δεκαετίας του ‘20 αρχές του ’30, η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου, μέχρι τους σεισμούς του 1953.

Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου μια προσωπική εκτίμηση για το παίξιμο του Μολφέτα, προς κρίση από όσους από εσάς (και είστε πολλοί) γνωρίζετε μουσική πολύ καλύτερα από εμένα:
Εκτός από δύο δικές του συνθέσεις και μία διασκευή από την «Τραβιάτα», ο Μολφέτας στην ανωτέρω, στον Κέφαλο, συναυλία του έπαιξε και το κουαρτέτο από το «Ριγκολέτο». Η επιλογή και η δυνατότητα εκτέλεσης στην κιθάρα αυτού του κομματιού, όπου ο Δούκας, η Μανταλένα, ο Ριγκολέτο και η Τζίλντα, εκφράζουν διαφορετικό ο καθένας συναίσθημα, με διαφορετικές μελωδίες, που συμπλέκονται όμως μεταξύ τους αρμονικότατα, αποδεικνύει ότι ο Μολφέτας δεν είχε μόνο τα χαρίσματα της τεχνικής ευχέρειας και της μελωδίας, αλλά και αυτό της αντίληψης και μετάδοσης της αρμονίας.  Όπως έγραψε και κάποια Αλεξανδρινή εφημερίδα, μετά την εκεί συναυλία του: «….ουχί κιθάραν αλλ’ ολόκληρον ορχήστρα νομίζει τις ότι ακούει».
Βλέποντας κάποιος τις εξαιρετικές επιδόσεις του Μολφέτα σε δύο είδη Τέχνης, την Ποίηση και την Μουσική, ίσως πιστέψει ότι έχει να κάνει με έναν άνθρωπο πολυσχιδή, μια ευφυή διάνοια, που μπορούσε να ασχολείται ταυτόχρονα με δύο διαφορετικά αντικείμενα. Κατά την γνώμη μου όμως δεν είναι έτσι.
Ο Μολφέτας πάνω απ’ όλα ήταν Μουσικός. Η ίδια μουσική, που ξεχυνόταν  από τις άκρες των δακτύλων του στην κιθάρα του, έβγαινε και από την πένα του όταν έγραφε τις στήλες του «Ζιζανίου». Το αποδεικνύει η μορφή των στίχων του, αλλά και η ουσία της σάτιράς του.
Στίχος άρτιος, «ρέων», απόλυτα ρυθμικός, με ομοιοκαταληξία άψογη, με λέξεις της καθαρεύουσας, της αρχαϊζουσας και του τοπικού ιδιώματος τέλεια συνταιριασμένες. Δομή που αφήνει τον αστεϊσμό, το σκώμμα να ακουστεί τελευταία στιγμή, εντυπωσιακά, σαν την λύση μιας συγχορδίας διάφωνης. Σάτιρα που ενοχλείται από κάθε κοινωνική δυσαρμονία και με την σειρά της την θίγει. Όλα αυτά τα στοιχεία της ποίησης του Μολφέτα, μας δείχνουν ότι, όταν με καταπληκτική ταχύτητα έγραφε τις σελίδες της εφημερίδας του, άκουγε Μουσική. Γι αυτό και στον τίτλο της ομιλίας μου τον χαρακτηρίζω ως Μουσικό Ποιητή, χωρίς κόμμα, χωρίς παύλα, χωρίς καμία διάκριση μεταξύ των δύο ιδιοτήτων.
Και φτάνουμε σε ένα καίριο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα: 
Από πού ακούει ο Μολφέτας την Μουσική που μας μεταδίδει;
Για έναν συνθέτη μουσικής το ερώτημα της έμπνευσης είναι αδύνατον να απαντηθεί. Για τον Μολφέτα όμως, έναν Μουσικό Ποιητή, μπορούμε να έχουμε μια υποψία έστω, μέσα από το νόημα και τον στόχο του σατιρικού του λόγου.
Η σάτιρα του Μολφέτα δεν διακρίνεται από την τυφλή δηκτικότητα του ηθικιστή Λασκαράτου, ούτε από την άτεχνη έκχυση χολής της εξημμένης διάνοιας του Γιωργαντάρα, ούτε  από την απογοήτευση και πικρία του Άβλιχου και του Ξυδάκτυλου. Είναι μια σάτιρα γνήσιου, σεμνού, καλοσυνάτου χαμόγελου. Δεν έχει σκοπό να απεκδύσει το αντικείμενό της για να αποκαλύψει κάποια δύσμορφη γυμνότητα.
Τα τρωτά, τα στρεβλά, η υποκρισία προσώπων και κοινωνιών, για τον Μολφέτα μοιάζουν με πύργους από τραπουλόχαρτα, που με ένα αβρό χάδι του, ένα απαλό φύσημά του γκρεμίζονται και αυτό που μένει είναι το ανεπιτήδευτο, το γνήσιο, το αληθές, αυτό που τελικά ο καθένας έχει μέσα του και αποτελεί το κοινό κάθε κοινωνίας και που ο Μουσικός Ποιητής ξέρει ότι υπάρχει και μπορεί να το δει. Δεν είναι τυχαίο ότι σε δύο - τρεις περιπτώσεις, που ο Μολφέτας έχασε την ψυχραιμία του ή την αισθητική του ή ξέφυγε η πένα του και έθιξε υπερβολικά κάποια πρόσωπα, ο στίχος του είναι τόσο μουσικός, τόσο άψογος, που, χωρίς και ο ίδιος να το θέλει, ξεχνάει ο αναγνώστης το ατόπημα και κρατά την αρμονία της ποίησης. 
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Μολφέτας αγαπώντας αληθινά όλες τις κεφαλληνιακές κοινωνίες (Αργοστόλι, Σάμη, Πρόννους, Λειβαθώ, την πατρίδα του την Έρισσο, της παροικίες του Εξωτερικού και ιδιαίτερα την πόλη μας, το Ληξούρι, που τόσο του έμοιαζε), συνειδητά ή υποσυνείδητα κατορθώνει να αισθανθεί την κοινωνική αρμονία, την απόλυτη, δηλαδή, αρμονία. Την μουσική που αποπνέει το μυστηριακά πολυυπόστατο Ένα, η ψυχή μιας πόλης. Μπορούμε να πούμε ότι ο Μολφέτας εμπνεύστηκε απόλυτα από την πολυδιάστατη, μοναδική Κεφαλονιά, όπερ έδει δείξαι.
Κάποτε όμως, οι κοινωνίες – βιότοποι του Μολφέτα θα μεταλλαχθούν. Ο σταδιακός και διστακτικός «αστικός εκσυγχρονισμός» του ελληνικού κράτους, από το 1910 και μετά, με την έλευση του Βενιζέλου, τους Βαλκανικούς πολέμους, την ανάκτηση των Νέων Χωρών θα γίνει ραγδαίος. Ο σαραντάρης Μολφέτας παρασύρεται από το ρεύμα της εποχής. Φανατισμένος εξ αρχής υπέρ του Βενιζέλου θα δεχτεί, επηρεασμένος ίσως και από την οικονομική προσφορά του να αγοράζει 200 φύλλα για τα μέλη του κόμματος, να μεταφέρει, το 1915, την έδρα του «Ζιζανίου» στην Αθήνα. Δεν θα προλάβει όμως να βγάλει πολλά φύλλα. Μακριά από την γη που αντλούσε δύναμη, ο Μουσικός Ποιητής θα αρρωστήσει από πνευμονία και θα φύγει από την ζωή, σε ηλικία 45 ετών. Λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο, κλείστηκε για ώρα, μόνος στο γραφείο του και με την κιθάρα του έπαιξε, για τελευταία φορά, την Μουσική του.