Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κεφαλονίτικη Πρόοδος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κεφαλονίτικη Πρόοδος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Ανδρέας Τυπάλδος Μπασιάς. Ο "ξεχασμένος" πρώτος πρόεδρος της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου.

Άρθρο μου στο τεύχος 17 του περιοδικού "Κεφαλονίτικη Πρόοδος"

.....................................................................................                                                                                     


Η παράδοση απένειμε τον τίτλο του «ιδρυτή» της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου στον Πέτρο Ιακώβου Σκαρλάτο. Δικαίως, αφού ο Σκαρλάτος ήταν ο μόνος από όσους «θεμελίωσαν» την Φιλαρμονική στο Ληξούρι, περίπου το 1836, που προχώρησε στην μουσική Τέχνη προσφέροντας τα μέγιστα ως Αρχιμουσικός, τόσο στην Ληξουριώτικη Φιλαρμονική, όσο και σε άλλες ελληνικές μπάντες.
Η συλλογική μνήμη όμως, εστιάζοντας στο πρόσωπο του Σκαρλάτου, αγνόησε πολλούς άλλους, που συνέβαλαν κυρίως κατά τον οργανωτικό τομέα στην ίδρυση και ανάπτυξη της Φιλαρμονικής μας.
Έτσι, στη λήθη πέρασε και ο Ανδρέας Τυπάλδος – Μπασιάς, ο πρώτος «επίσημος» πρόεδρος της Φιλαρμονικής στα κρίσιμα χρόνια της αρχικής προσπάθειας «σωματειακής» οργανώσεώς της.

Στο πρώτο έγγραφο στοιχείο ύπαρξης Φιλαρμονικής Σχολής στο Ληξούρι, που λόγοι ιστορικής τεκμηρίωσης μας υποχρεώνουν να το θεωρούμε «ιδρυτικό»[1], δηλαδή στους από 16/10/1839 ε.π. «Κανόνες των Μουσικών»[2], ο Ανδρέας Τ. Μπασιάς είναι εκείνος που αναλαμβάνει μόνος την διοίκηση της υπό σύσταση «συντροφιάς των Μουσικών» ως Πρόεδρος, «εις τας διαταγάς» του οποίου «υπόσχονται όλοι οι μαθηταί να πείθονται».     
Οπωσδήποτε το έργο του είναι δύσκολο. Το «υλικό» που καλείται να διαχειριστεί αποτελείται από τον «ανθό» της τότε Ληξουριώτικης νεολαίας. Γόνοι οικογενειών με μεγάλη οικονομική και κοινωνική επιφάνεια, προορισμένοι οι περισσότεροι για τον τίτλο του «διδάκτορος» σε ξένα πανεπιστήμια, αποτελούν την «συντροφιά», που ο Μπασιάς πρέπει να μετατρέψει σε Μουσική Σχολή, για να διδαχθεί «την επιστήμην (!) της Μουσικής», αλλά και σε μπάντα, που με δική του ευθύνη θα «υπάγουν να λαλήσουν εις πανήγυριν ή εις χορόν ή εις κάθε άλλο».
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς λόγοι οδήγησαν την συντροφιά των Μουσικών στην ανάθεση της «πρωτοκαθεδρίας» στον Μπασιά. Οπωσδήποτε η ηλικία του (ο Μπασιάς το 1839 ήταν περίπου 40 ετών, ενώ οι νέοι της συντροφιάς γύρω στα 20), αλλά και ο οργανωτικός χαρακτήρας του επαγγέλματός του (συμβολαιογράφος), βάρυναν κατά την επιλογή του. Μπορούμε δε να υποθέσουμε ότι, αν και δεν αναφέρεται στα σωζόμενα έγγραφα ως μουσικός, ίσως είχε λάβει μουσική παιδεία, που τον κατέστησε τον καταλληλότερο για την ηγεσία της συντροφιάς.
Όποιες όμως και αν ήταν οι αιτίες της επιλογής, αποδείχθηκε επιτυχημένη. Ο Ανδρέας Τ. Μπασιάς έδειξε από την πρώτη στιγμή, ήδη από την σύνταξη των «Κανόνων των Μουσικών», ότι είχε «όραμα» και γνώση για την ανάπτυξη της Φιλαρμονικής. Το καταστατικό αυτό κείμενο, ίσως συνταγμένο από τον ίδιο, ρυθμίζει με λεπτομέρεια όχι μόνο τις σχέσεις και τις υποχρεώσεις των μαθητών, αλλά κυρίως τις αρμοδιότητες του Προέδρου. Παρά δε την φαινομενική «μονοκρατορία» του στην διοίκηση, ο Πρόεδρος από τις διατάξεις των «Κανόνων» προκύπτει τελικά πρώτος μεταξύ ίσων στην λήψη των αποφάσεων, οι δε μουσικοί ορίζονται ως μια «γενική συνέλευση» μαθητών – συνδρομητών, με πλήρη έλεγχο και ισηγορία στις υποθέσεις της «συντροφιάς». Χαρακτηριστικό είναι και το ακροτελεύτιο άρθρο των «Κανόνων»: «Όλα τα άνωθεν κεφάλαια υπόσχονται όλοι οι κάτωθι μαθηταί και Πρόεδρος μετά την υπογραφή τους να εκτελέσουν χωρίς την παραμικράν εναντιότητα είτε καμιάς λογής πρόφασιν, δίδοντας τώρα ο καθείς τον λόγον της τιμής και της συνειδήσεως ωσάν καλός πολίτης και ωσάν άνθρωπος του τιμίου χαρακτήρος». Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το καταστατικό όχι μόνο διαπνέεται από Δημοκρατική νοοτροπία, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Γ.Ν. Μοσχόπουλος, αλλά εκφράζει και μία έξυπνη τακτική του Μπασιά στον χειρισμό των «αρχοντόπουλων», που έπρεπε να γίνουν μέλη της κοινωνίας απόλυτης σύμπραξης και ισότητας, που κάθε μπάντα αποτελεί.

Στον διαχειριστικό τομέα, ο Ανδρέας Τυπάλδος Μπασιάς επιδεικνύει αξιόλογη δραστηριότητα, αλλά και την επιμέλεια και τάξη που οι «Κανόνες» του επιβάλλουν. Με επανειλημμένες ανακοινώσεις του στο Ληξουριώτικο κοινό, αναζητά συνδρομητές, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της δωρεάν εκπαίδευσης των μαθητών της Σχολής. Ξεκαθαρίζει δε, αν και δεν αναφέρεται στους «Κανόνες», ότι μετά από έναν χρόνο Προεδρίας, θα παραδώσει την διοίκηση σε τριμελή επιτροπή που οι συνδρομητές θα ορίσουν. Ασκεί με ζήλο καθήκοντα «φροντιστή» για το κτήριο που μισθώνει η συντροφιά για να «φορμαρισθή σχολείον Μουσικής», για τα έπιπλα και τα αναλώσιμα είδη της μπάντας. Προμηθεύεται καινούργια Όργανα από τον «πραγματευτήν» Ράνκη και προκαταβάλλει ο ίδιος το τίμημα. Τον Απρίλιο του 1840 ορίζει έναν από τους μαθητές, τον Αναστάσιο Γερουλάνο, Ταμία της Φιλαρμονικής «διά να μην γίνονται καταχρήσεις». Για κάθε έξοδο και ενέργεια δε, τηρεί «ημεροδρόμιον» και ακριβή λογαριασμό, όπως του επιτάσσουν οι «Κανόνες», τον οποίο αποδίδει στο τέλος της Προεδρίας του πρώτα στους μαθητές και έπειτα στους συνδρομητές της Σχολής, «χαρίζοντας» έτσι στην έρευνα το «Βιβλίο Ταμείου», ένα από τα σωζόμενα «ιδρυτικά έγγραφα».
Όσον αφορά την αντίληψή του για το νόημα και την προοπτική της Φιλαρμονικής, μία φράση του σε έκκλησή του προς τους συνδρομητές αρκεί για να αποδειχθεί η ορθότητά της: «διά να φωτισθή η νεολαία της Πατρίδος μας»!

Ο Ανδρέας Τ. Μπασιάς, πιστός στην υπόσχεσή του, θα συγκαλέσει τον Σεπτέμβριο του 1840 συνέλευση μαθητών και συνδρομητών και θα παραδώσει την διοίκηση σε πενταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τους Ανδρέα Τ. Λασκαράτο, Μαρίνο Δαλλαπόρτα, Ιωάννη Τ. Φορέστη, Αδαμάντιο Δαλλαπόρτα και Θεόδωρο Τ. Πρετεντέρη. Εκεί σταματά κάθε ουσιαστική ασχολία του με την Φιλαρμονική. Ίσως από την πρώτη στιγμή είχε σκοπό να παραιτηθεί μετά την αρχική οργάνωση της συντροφιάς, ίσως «οι οικιακές περιστάσεις» που επικαλείται να ήταν ιδιαίτερα πιεστικές, ίσως να απογοητεύτηκε από τις δυσκολίες του εγχειρήματός του ή να διαφώνησε με τα μέλη της νέας επιτροπής. Η ουσία είναι ότι ο πρώτος Πρόεδρος στο εξής «χάνεται» από την ιστορική εξέλιξη της Φιλαρμονικής.
                                  
  Ποιος όμως ήταν ο άνθρωπος που αφιέρωσε με τόση προθυμία και συνέπεια έναν χρόνο από την ζωή του στην Ιδέα της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου;
Ο Ανδρέας Τυπάλδος Μπασιάς γεννήθηκε στο Ληξούρι στα τέλη της δεκαετίας του 1790. Ήταν γιος του Γεωργίου  Τυπάλδου – Μπασιά, αδελφού του Σπυρίδωνος Τ. Μπασιά, προπάππου του γνωστού Ληξουριώτη ευεργέτη Ευαγγέλου Τ. Μπασιά. Το σπίτι της οικογένειας του Ανδρέα βρισκόταν στην συνοικία «Αναλήψεως», συνορεύον προς νότο με το σπίτι της οικογένειας του Σπυρίδωνος, εκεί που σήμερα βρίσκεται το κτήριο της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου, μετά από δωρεά που συνέστησε προς το σωματείο ο Ευάγγελος Τ. Μπασιάς το 1957. Δεν αποκλείεται λοιπόν, η αχνή ανάμνηση του μακρινού θείου Ανδρέα να συνέτεινε στην απόφαση του ευεργέτη να παραχωρήσει το πατρικό του οικόπεδο στην Φιλαρμονική.
Η μόρφωση του Ανδρέα ήταν μέτρια, για τα δεδομένα της εποχής στο Ληξούρι. Μπορεί να ασκούσε το λειτούργημα του συμβολαιογράφου, αλλά από την γραφή στις σωζόμενες διαθήκες του και την έλλειψη του προθέματος «Δρ» στην υπογραφή του ή στις αναφορές του ονόματός του, συμπεραίνουμε ότι δεν ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος. Επίσης μέτρια θα πρέπει να ήταν και η οικονομική του κατάσταση, αφού κατείχε περιουσία, που του επέτρεψε να καταβάλλει την απαιτούμενη την εποχή εκείνη εγγύηση για να γίνει  συμβολαιογράφος, αλλά δεν επαρκούσε να ζει από αυτήν ως «κτηματίας ή «ιδιοκτήτης», χωρίς να εργάζεται.     
Ήταν παντρεμένος με την Ντζανέτα Κουλουμπή. Όπως όμως βλέπουμε στις ληξιαρχικές πράξεις, το σπίτι του Ανδρέα και της Ντζανέτας δεν ευτύχησε, αφού η κακή τύχη χτύπησε αρκετές φορές την πόρτα του: Το 1841 ο Ανδρέας χάνει την κόρη του Ειρήνη σε ηλικία 3 μηνών, το 1850 την κόρη του Παρασκευή 7 μηνών, το 1851 τον γιο του Χριστόδουλο 2 ετών και την κόρη του Αδελαϊδα 10 μηνών και ακολουθούν το 1854 η Ισαβέλλα 23 ετών και το 1855 το νήπιο Διαμαντούλα και η Χρυσούλα 21 ετών. Στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου των ενηλίκων θυγατέρων του Ισαβέλλας και Χρυσούλας αναγράφεται το επάγγελμα «ράπτρια», γεγονός από το οποίο εικάζουμε ότι η οικονομική κατάσταση του Μπασιά συνεχώς έφθινε, αφού αναγκάζονταν οι κόρες του να εργάζονται. Το μόνο παιδί του Μπασιά που βλέπουμε να επιβιώνει είναι ο μεγάλος του γιος Γεώργιος, που ασκεί το περίεργο εκείνη την εποχή επάγγελμα του φωτογράφου. Το συναντάμε να παντρεύεται σε ηλικία 50 ετών, το 1883, την Ρουμπίνα Παρτίδου και, έντεκα χρόνια μετά, το 1893, να αποβιώνει.
Την 4/4/1866 τελειώνει και η ζωή του Ανδρέα. Μια ζωή μουντή, δυστυχής, που όμως εκείνος ο ένας και μόνο χρόνος που συνδέθηκε με την «γέννηση» της Φιλαρμονικής την καταυγάζει!
Ας είναι αυτό το κείμενο μια πρώτη ανάκληση της μνήμης και της προσφοράς του Ανδρέα Τυπάλδου Μπασιά από την Ιστορία, που τόσο τον αδίκησε.  
                                                                   Ιωσήφ Λουκέρης του Βασιλείου

Πηγές
α) Γεωργ. Ν. Μοσχόπουλου, Το Πρώτο «Καταστατικό» της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου (1839), Συμβολή στην Ιστορία της Επτανησιακής Μουσικής, σελ. 31 επ..
β) Αρχείο Σ. Μοτσενίγου, Φάκελος 574.





[1] Από την προσεκτική ανάγνωση των «ιδρυτικών» εγγράφων, αλλά και από τον επικήδειο λόγο του Η. Τσιτσέλη προς τον Πέτρο Σκαρλάτο (βλ. Γ. Ε. Ραυτόπουλου, Πέτρος Ι. Σκαρλάτος, σελ. 159) πιθανολογώ έντονα την ύπαρξη φιλαρμονικής στο Ληξούρι πριν το έτος 1839. Αυτόν τον προβληματισμό μου θα εκθέσω με την άδεια της διεύθυνσης του περιοδικού, σε επόμενο άρθρο μου.
[2] Πρόκειται για το σύνολο εγγράφων χρονολογίας 1839-1841, που ο καθηγητής Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος ανέσυρε από τα «κατάλοιπα» του αρχείου Η. Τσιτσέλη, αντίγραφα των οποίων βρίσκονται στο αρχείο Σπύρου Μοτσενίγου στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

1891: Εκλογές πάθους και βίας στο Ληξούρι....

Άρθρο μου στο περιοδικό "Κεφαλονίτικη Πρόοδος", τεύχος 13ο. 




Αναμφισβήτητα η εκλογική διαδικασία είναι η κορυφαία έκφραση και έκφανση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Η συμπεριφορά δε των πολιτών, κατά την άσκηση του δικαιώματος του «εκλέγεσθαι» και «εκλέγειν», καταδεικνύει όχι μόνο την ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά και τα ήθη κάθε εποχής και κάθε περιοχής. 
Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να δείξω την ατμόσφαιρα των εκλογών κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, αναφερόμενος κυρίως στις δημοτικές εκλογές του 1891 στην Κεφαλονιά και δη στο Ληξούρι.
Επέλεξα αυτό το έτος λόγω των χαρακτηριστικών επεισοδίων, που κατωτέρω περιγράφω. Εστιάζω δε στο Ληξούρι, όχι μόνο επειδή είναι ο «βιότοπός μου», αλλά και διότι μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω, με λίγα λόγια, την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε στην πόλη μας.

Η μορφή του Γεωργίου Τυπάλδου Ιακωβάτου διαμορφώνει την πολιτική εικόνα του Ληξουρίου από πριν την Ένωση μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Ασυμβίβαστος, δυναμικός και αγέρωχος πολιτικός για τους οπαδούς του, επηρμένος «βαναυσολόγος» για τους αντιπάλους του ο «Γιωργαντάρας», είναι βέβαιο ότι με την συνεργασία των δύο αδελφών του, έθεσε το Ληξούρι και ολόκληρη την τότε Επαρχία Πάλης στη τροχιά των δικών του πολιτικών πόθων και παθών. 
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Επτανησίων Πολιτικών, που μετά την Ένωση εντάχθηκαν πλήρως στις αρχηγικές παρατάξεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής, ο Γεώργιος Τ. Ιακωβάτος ακολούθησε, κυρίως στα εξωτερικά θέματα, δική του πολιτική, συμπαρασύροντας και τους εν Ληξουρίω αντιπάλους του σε οξεία αντιπαράθεση με τον ίδιο, ανεξάρτητα από ποιους κομματικούς σχηματισμούς υποστήριζαν. Έτσι, η πολιτική ζωή του Ληξουρίου είχε και αυτή την «Ληξουριώτικη» ιδιορρυθμία της.

Από την πρώτη κιόλας θητεία τους, οι μεν Γεώργιος και Χαράλαμπος ως βουλευτές, ο δε Νικόλαος ως Δήμαρχος Παλέων, οι αδελφοί Ιακωβάτοι δυναμιτίζουν την πολιτική ατμόσφαιρα, παραιτούμενοι των αξιωμάτων τους, το έτος 1867, διαμαρτυρόμενοι για την κυβερνητική πολιτική στο θέμα της Εκκλησιαστικής αφομοιώσεως.[1] Για τις θέσεις του Γεωργίου και του Χαραλάμπους προκηρύσσονται επαναληπτικές εκλογές, στις οποίες οι δύο αδελφοί θέτουν και πάλι υποψηφιότητα. 
Στις επαναληπτικές εκλογές, για την αναπλήρωση των δύο βουλευτών της Επαρχίας Πάλης, που διεξήχθησαν τον Ιανουάριο του 1868, συγκροτούνται, για πρώτη φορά τόσο ευκρινώς, δύο αντίπαλα «στρατόπεδα»: Το «στρατόπεδο» των Ιακωβάτων και το «στρατόπεδο» των «αιωνίων» αντιπάλων τους, των αδελφών Ιωάννη και Μιχαήλ Τυπάλδων Χαριτάτων[2].
Αυτές οι δύο παρατάξεις, βασιζόμενες στις δύο οικογένειες, θα μονοπωλήσουν την πολιτική διαμάχη στο Ληξούρι, μέχρι και την αρχή του 20ου αιώνα. Πολιτική διαμάχη σκληρή και βίαιη λόγω και έργω. 

Οι Ιακωβάτοι στην τοπική αυτοδιοίκηση θα βασιστούν αρχικά στον πρώτο τους εξάδελφο, γιο του αδελφού του πατέρα τους, Πέτρου (Πιέρου), Δημήτριο Τ. Ιακωβάτο, και στην συνέχεια στον υιό του Άγγελο.
Για αρκετό καιρό αποτυγχάνουν, καθώς ο Δημήτριος Τ. Ιακωβάτος θα ηττηθεί στις εκλογές του 1870 από τον υποστηριζόμενο από τους Χαριτάτους Γεράσιμο Κομινάτο - Γενατά και στη συνέχεια, ο κύριος αντίπαλός τους Ιωάννης Τυπάλδος - Χαριτάτος θα κερδίσει τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις παραμένοντας Δήμαρχος Ληξουρίου για 13 χρόνια (1874-1887). 

Η ώρα της «ρεβάνς» θα έλθει, όμως, για την Ιακωβατική παράταξη, καθώς ο Άγγελος Τ. Ιακωβάτος θα επικρατήσει στις δημοτικές εκλογές του 1887 και του 1891. 
Χαρακτηριστικό το επεισόδιο των Ιακωβατέικων επινικίων του 1887, όταν ο μικρανεψιός του «Γιωργαντάρα», Άγγελος, κατέλυσε την 13χρονη κυριαρχία των Χαριτάτων: Η παράταξη των Ιακωβάτων προγραμματίζει παρέλαση στους δρόμους της πόλης, «εκ της οικίας του Γιωργαντάρα» (την σημερινή πολύπαθη Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη), όπου η Αικατερίνη (Κάτε) Ιακωβάτου θα παρέδιδε την σημαία και τη δάφνη, εμβλήματα της οικογένειας, «τω νικητή Ιακωβάτω». Η τελετή όμως ματαιώνεται, γιατί «την πρωίαν …. συνέβη σπουδαία συμπλοκή μεταξύ των κομμάτων, ης θύμα υπήρξε ατυχής νέος Ψαρός, τρωθείς διά μαχαίρας επικινδύνως κατά τον θώρακα υπό τινος Λυκούδη, τραυματισθέντες δε πολλοί άλλοι ελαφρότερον….»[3] Τόση βία, τόσο πάθος!

Σε αυτό το πολιτικό και συναισθηματικό πλαίσιο διεξήχθησαν οι δημοτικές εκλογές του 1891. Αντίπαλοι ετάχθησαν, φυσικά, οι έχοντες «ανοιχτούς λογαριασμούς», Άγγελος Τ. Ιακωβάτος και Ιωάννης Τ. Χαριτάτος. 
Από την αρχή της προεκλογικής περιόδου η ατμόσφαιρα κυριολεκτικά «μύριζε μπαρούτι», αφού πολλοί κυκλοφορούσαν οπλισμένοι μεταξύ των οποίων και ο Άγγελος Τ. Ιακωβάτος! Το «αρχέγονο» μίσος μεταξύ των δύο παρατάξεων έρχεται ξανά στην επιφάνεια. Πριν ξεσπάσει σε σωματική βία, εκδηλώνεται με διαπληκτισμούς για την τακτική των υποψηφίων κατά των προεκλογικό τους αγώνα, από τους οποίους, βέβαια δεν θα μπορούσε να λείψει μια γνήσια Ληξουριώτισσα· η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου
Ο Άγγελος Τ. Ιακωβάτος θέλησε να χρησιμοποιήσει τους μουσικούς και τα όργανα της Φιλαρμονικής σε προεκλογική του συγκέντρωση, πράγμα που ο Νομάρχης δεν ενέκρινε και έσπευσε να κατάσχει τα όργανα!
Οργισμένος ο Άγγελος Τ. Ιακωβάτος τηλεγραφεί στον Πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη διαμαρτυρόμενος κατά του Νομάρχη. Ιδιαίτερα ενοχλημένος φέρεται από το γεγονός ότι ο Νομάρχης επέτρεψε σε «αντιθέτους» να κυκλοφορούν στην πόλη τραγουδώντας με συνοδεία εγχόρδων οργάνων. 
Το επεισόδιο αυτό αναφέρει από την εύθυμη πλευρά του η Εφημερίδα «Εφημερίς» (φ. 187/6-7-1891) σε πρωτοσέλιδο άρθρο της υπό τον τίτλο «Όπου αναφαίνονται τα Φλούγκερχορν»[4]

Η κατάσταση δεν άργησε να φτάσει στα άκρα: Τα πρωί της 23ης Ιουνίου, οπαδοί του Χαριτάτου επιτίθενται στο καφενείο του Ζαχαρένιου στην παραλία του Ληξουριού, όπου προφανώς σύχναζαν φίλοι του Ιακωβάτου και τραυματίζουν στο πόδι τον δημότη Στέφανο Καγγελάρη, ο οποίος ακρωτηριάζεται από τους γιατρούς[5]. Ο Ιακωβάτος τηλεγραφεί και πάλι διαμαρτυρόμενος, αυτή τη φορά προς τον Βασιλέα. Από το διερευνητικό τηλεγράφημα του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Νομάρχη, καθώς και από το απαντητικό τηλεγράφημα του τελευταίου, όμως, μαθαίνουμε ότι ο Ιακωβάτος δεν ήταν τόσο φιλήσυχος, όσο θέλει να δείχνει στις διαμαρτυρίες του. Ο πολιτικά αντίθετός του Νομάρχης, βέβαια, χρησιμοποιούσε την χωροφυλακή εναντίον του, αλλά και ο ίδιος ο Ιακωβάτος, όχι μόνο κυκλοφορούσε στην πλατεία του Ληξουρίου «φέρων εν τη ζώνη του περίστροφον και επιδεικνύων αυτό προς το πλήθος», αλλά επέτρεπε και στους άνδρες της δημοτικής αστυνομίας την χρήση «ροπάλων ισοτίμων φονικοίς όπλοις»[6]
Με τα νεύρα τεντωμένα, το Ληξούρι έφτασε στην ημέρα των εκλογών· την 7η Ιουλίου 1891. Αν και η ψηφοφορία άρχισε «πανηγυρικώς και αταράχως», το μοιραίο δεν άργησε να συμβεί: Στις 10 το πρωί, ένοπλοι «οχυρωμένοι» σε οικίες ανοίγουν πυρ κατά συμπολιτών τους της αντίθετης παράταξης! Από τους πυροβολισμούς τραυματίζονται αρκετοί και φονεύεται ο φιλήσυχος πολίτης Χριστοφοράτος. Ο τηλέγραφος παίρνει και πάλι φωτιά. Οι Ληξουριώτες πολιτευτές Ε. Μπασιάς και Σ. Φορέστης τηλεγραφούν, αναφέροντας το γεγονός, στον Πρωθυπουργό και στις Αρχές στο Αργοστόλι. Για την αναστάτωση των εντόπιων Αρχών (Νομάρχης, Στρατιωτικός Επόπτης, Εισαγγελέας, Μοίραρχος), «μιλάει» από μόνο του το τηλεγράφημά τους στο Υπουργείο Εσωτερικών, γι αυτό το παραθέτω αυτούσιο: 
«7/7 ώρα 11 π.μ.: Υπομοίραρχος Ληξουρίου τηλεγραφεί ότι εντός της πόλεως, πέριξ εκλογικού τμήματος, έλαβε χώραν ένοπλος ρήξις μεταξύ διαμαχομένων πολιτικών μερίδων. Άγνωστος αριθμός φονευθέντων. Εκλογή διεκόπη. Πυροβολισμοί εκατέρωθεν εξακολουθούσι. Ζητείται ενίσχυσις και εδυνήθημεν οικονομήσαι ολίγους άνδρας, οίτινες μετά εισαγγελέως και ανακριτού μεταβαίνουσι εις Ληξούριον προς επαναφοράν τάξεως»
Ο πανικός αυτός των Αρχών δημιούργησε πρόβλημα και στο Αργοστόλι, αφού λόγω της ελλιπούς φρούρησης των εκεί εκλογικών τμημάτων, εισβολείς αναποδογύρισαν τις κάλπες με αποτέλεσμα την ματαίωση της ψηφοφορίας. 
Την κατάσταση χαρακτηρίζει ακριβώς, με δύο λέξεις, η «Εφημερίς» στο φύλλο της ίδιας ημέρας : «Εν Κεφαλληνία έγειναν όλα θάλασσα….» 
Κάπως έτσι, λοιπόν, διεξάγονταν οι δημοτικές εκλογές στην πόλη των «οξυμένων πνευμάτων», τότε: Με πάθος, βία, αλλά και πολιτική που ασκείτο για το Ληξούρι και από το Ληξούρι. Την σύγκριση με το σήμερα αφήνω στον αναγνώστη.

[i]




[1] Βλ. Μονόφυλλα Ιακωβατείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ληξουρίου, Μ 147 -148/1867. Παραιτήσεις Αφων Ιακωβάτων.


[2] Για τους Αφους Χαριτάτου βλ. Γερ. Η. Πεντόγαλου, «Γιατροί και Ιατρική Κεφαλονιάς στα χρόνια των ξενικών κυριαρχιών (1500 – 1864)»


[3] Εφημερίδα «Ακρόπολις», φ. 1856/17-7-1887


[4] Φλούγκερχορν: Χάλκινο όργανο συγγενές της τρομπέτας. Στην Ελλάδα ονομάζεται «φλικόρνο».


[5] Βλ. Εφημερίδα «Εμπρός», φ. 194/ 29-6-1891.


[6] Μπορούμε λοιπόν να πούμε, ότι ο Άγγελος Ιακωβάτος εφηύρε τα … ΜΑΤ!








[i] Πηγή για τα εκλογικά τηλεγραφήματα η εφημερίδα «Πρωία», φ. 5ης,6ης,8ης/7/1891.

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Έτος 1900: Πώς η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου νίκησε την "κρίση"....

Άρθρο μου στο τεύχος 9 της "Κεφαλονίτικης Προόδου". 



Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου·μια καθοριστική απόφαση*

Το έτος 1900 η Κεφαλονιά δέχεται ισχυρότατο πλήγμα, από ό,τι αποτελούσε τον κύριο μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας της, τη σταφίδα.
Τα χρόνια προβλήματα[1], όπως την κρίση υπερπαραγωγής του προϊόντος, τον ανταγωνισμό από την Πελοπόννησο, την Γαλλία, αλλά και την Καλιφόρνια, την κακή οικονομική συγκυρία, που είχε προκληθεί από την πτώχευση του 1893 και τον πόλεμο του 1897, έρχεται να οξύνει στο έπακρο η πρωτοφανής έξαρση της ασθένειας του περονόσπορου.
   Ο ιδιαίτερα υγρός καιρός της χρονιάς εκείνης και η για λόγους κερδοσκοπίας νόθευση του θειικού χαλκού[2], που εχρησιμοποιείτο για ράντισμα, συντελούν στην επίπτωση ως «πανδημίας» του περονόσπορου στα αμπέλια. Η καταστροφή είναι ολική. Κατά υπολογισμούς της εποχής, από 13 – 14 εκατομμύρια ενετικές λίτρες σταφίδα, που θα παρήγαγε υπό κανονικές συνθήκες η επαρχία Πάλλης, πλην του Δήμου Θηναίας, παράγονται μόλις 150 χιλιάδες![3]
   Αν όμως, στα υπόλοιπα μέρη της νήσου η θεομηνία αυτή έφερε μεγάλη οικονομική δυσπραγία, για την περιοχή του Ληξουριού, την Επαρχία Πάλλης, όπου ίσχυε ακραία μονοκαλλιέργεια[4], σήμανε την πλήρη εξαθλίωση, τον κατά κυριολεξία λιμό!

  
Το Ληξούρι παγώνει! Η ανέχεια, οι «παντοειδείς ασθένειες», οι «συχνοί και πυκνοί» θάνατοι[5], φέρνουν τους Ληξουριώτες σε απόγνωση. Οι κοινωνικές αντιδράσεις, που ξεκίνησαν με συλλαλητήρια και έντονα διαβήματα προς την Κυβέρνηση, καθώς η κατάσταση χειροτερεύει, εκπίπτουν σε ικεσίες προς τους εύπορους αποδήμους για βοήθεια προς τους αναξιοπαθούντες.[6]

Στη ζοφερή αυτή ατμόσφαιρα, η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου πορεύεται στον ιστορικό της δρόμο. Κατά τον 19ο αιώνα, που τότε έφθανε στο τέλος του, έχει γεννηθεί και περπατήσει τα πρώτα της αβέβαια βήματα, με περιόδους λάμψης, αλλά και κάμψης, που παραλίγο να την εξαφανίσουν οριστικά από το ιστορικό προσκήνιο.
   Η τελευταία της «επανίδρυση» έχει πραγματοποιηθεί μόλις το 1896, με πρόεδρο τον μαθηματικό και λόγιο Θεόκλητο Κουρούκλη και μέλη Δ.Σ. τους Ιωάννη Φορέστη, Ιωάννη Κρασσά, Παναγή Σπετσιέρη και «δραστηριότερο πάντων» τον συνθέτη Τζώρτζη Δελλαπόρτα[7] και ήδη, με μαέστρο τον προικισμένο μουσικό Luigi Balassone[8], προοδεύει εντυπωσιακά.[9]
   Είναι όμως καιρός αγώνα και αγωνίας για την επιβίωση, λιπόψυχος καιρός. Μερίδα των δημοτών απαιτεί την παύση των συναυλιών της Φιλαρμονικής, αφού ο τόπος πενθεί και, κυρίως, την αναστολή της λειτουργίας της, για να μην σπαταλώνται χρήματα, σε τέτοιες, δεινές περιστάσεις. Κι αυτό, παρότι η Επιτροπή της Φιλαρμονικής έχει σταματήσει την είσπραξη εισφορών, για να μην επιβαρύνει οικονομικά τον πάσχοντα πληθυσμό. Ο Δήμος Ληξουρίου ανταποκρίνεται ασμένως στο αίτημα, στερώντας από το σωματείο την καθιερωμένη ετήσια επιχορήγηση 1000 δραχμών και διαθέτοντας τα χρήματα αυτά για την προμήθεια φαρμάκων για τους απόρους.[10] «Γλίσχρον» το ποσό και ως επιχορήγηση στο σωματείο αλλά ιδιαίτερα για την αγορά φαρμάκων, καθήν στιγμή μάλιστα, άλλες, πραγματικά ανωφελείς δαπάνες του Δήμου δεν περικόπτονται.   
Η Φιλαρμονική συγκαλεί Γενική Συνέλευση των μελών της για την 17η εκείνου του καταθλιπτικού Αύγουστου του 1900.[11]


   Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Φιλαρμονική και Ληξούρι καλούνται να καθορίσουν όχι μόνο τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και την ταυτότητά τους, τον λόγο και το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης.
   Κρίσιμες στιγμές, αλλά και στιγμές έξαρσης. Η απόφαση είναι ξεκάθαρη, γενναία, εμπνευσμένη. Η Φιλαρμονική όχι μόνο δεν θα αναστείλει τη λειτουργία της, αλλά θα αρχίσει και πάλι την είσπραξη συνδρομών, ακριβώς για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση! Ήδη δε, με το πέρας της γενικής συνέλευσης, πολίτες «προθύμως ήρξαντο (τας συνδρομάς), δίδοντες τον οβολόν τους»!
  

Πηγή μου για τα γεγονότα αποτελεί άρθρο με την υπογραφή «Φιλόμουσος»[12], στη Ληξουριώτικη εφημερίδα «Μύδρος», που ο Σπύρος Σκηνιωτάτος άρχισε να εκδίδει ακριβώς τη χρονιά της κρίσης.[13] Στο ίδιο άρθρο αναλύεται θαυμάσια και το σκεπτικό της καθοριστικής εκείνης απόφασης: 
   Η Φιλαρμονική πρέπει να υπάρχει και να προοδεύει, γράφει ο «Φιλόμουσος», ουσιαστικά για τρεις λόγους: Πρώτος λόγος , που τον αναφέρει με λίγες μόνο λέξεις, είναι η «σύστασις της πόλεως». Η προς τα έξω επίδειξη, δηλαδή, ενός άξιου χαρακτήρα. Δεύτερος λόγος, η κοινή ωφέλεια,  που παρέχει το σωματείο με την διδασκαλία της μουσικής στους νέους, οι οποίοι αποκομίζουν έτσι ηθικό όφελος και «δύνανται ποτέ» να αποκομίσουν και υλικό.[14] Τρίτος λόγος, γλαφυρά και «διά μακρών» αναλυόμενος από τον «Φιλόμουσο», η «θεραπεία» της ψυχής ολόκληρης της Ληξουριώτικης κοινωνίας, την οποία αφειδώς προσφέρει η Μουσική, που εύστοχα χαρακτηρίζεται στο άρθρο «πυρήν ελευθερίας»!
                
Πολλοί μιλούν για την μοναδικότητα, που χαρακτηρίζει την Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου, ως πολιτισμικό και κοινωνικό φαινόμενο. «Παγκόσμιο φαινόμενο» την αποκαλεί κάποιος, «διά Φιλαρμονικήν  σαλός» γνωστός μου.  Την μοναδικότητα αυτή όμως, αντιλαμβάνονται και εκφράζουν αόριστα, αποδίδοντας την οι περισσότεροι στα πιθανολογούμενα πρωτεία του σωματείου επί της παλαιότητας των Ελληνικών Φιλαρμονικών.
   Η παραπάνω, ιστορική απόφαση καταδεικνύει ότι αυτό που καθιστά μοναδική, εξαίρετη τη Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου είναι ένα: Η σχέση της με την πόλη της, με το Ληξούρι· το ιδιαίτατο κράμα, που μαζί του συνιστά. Δεν γνωρίζω άλλο σωματείο, σε κάποια άλλη πόλη, που αποφάσισε ποτέ, με τόση νηφαλιότητα, να εξαρθεί από τόσο καταστρεπτική, τόσο καταθλιπτική πραγματικότητα!
   Φιλαρμονική και Ληξούρι όρισαν με την απόφαση εκείνη, ότι θέλουν να συγκροτούν μια κοινωνία ελεύθερη από την αναγκαιότητα, κοινωνία που δεν ενασχολείται μόνο «περί την κοιλίαν και τα υπό την κοιλίαν»,[15] κοινωνία που ζει για το ιδεώδες.
                Σε εμάς, τους σημερινούς Ληξουριώτες, που δυστυχώς ζούμε ανάλογες περιστάσεις με εκείνες του μοιραίου 1900, απόκειται να δούμε τη Φιλαρμονική μας, όπως αυτοπροσδιορίστηκε με την απόφαση εκείνη. Μόνο έτσι θα αρθούμε και εμείς πάνω από τους παρόντες χαλεπούς καιρούς, μπαίνοντας στον «άγιο ίλιγγο», που Ληξούρι και Φιλαρμονική γυρίζουν τρεις αιώνες τώρα  


*Άρθρο μου στο τεύχος 9 της "Κεφαλονίτικης Προόδου". 



[1] πρβλ. Μονόφυλλα Ιακωβατείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ληξουρίου, Μ 220/1878. Αναφορά κατοίκων επαρχίας Πάλλης προς την Βουλή, για την οικτρή οικονομική κατάσταση των γεωργών, λόγω της πτώσεως της τιμής της σταφίδας.
[2] βλ.  Εφημερίδα «Ζιζάνιον» φ. 143/3-6-1900 σελ. 4: «Παρά την κρατούσαν γνώμην των αιτίων του κακού, δηλ. της ατμοσφαιρικής προ μηνών καταστάσεως, υπάρχει και ετέρα ότι ο πωλούμενος ανάμικτος χαλκός μετά θείου δεν ήτο γνήσιος». Επίσης Εφημερίδα «Μύδρος» φ 9/28-5-1900, κύριο άρθρο.
[3] βλ. Εφημερίδα «Μύδρος» φ 19/6-8-1900, κύριο άρθρο.
[4] πρβλ.  Εφημερίδα «Εφημερίς Αργοστολίου» φ24/8-3-1901 σελ 1: «Η κατάστασις της επαρχίας εκείνης (Πάλλης) είναι πράγματι πολύ δεινοτέρα της ημετέρας (Κραναίας), διότι όλος ο πλούτος αυτής σχεδόν είναι η σταφίς και οι άμπελοι». Επίσης εφημερίδα Μύδρος» φ25/17-9-1900. «Έλαιον δε, ως γνωστόν, ουδέ λίτραν παράγουσι τα κάτω χωρία (περιοχή Κατωγής)».
[5] βλ.  Εφημερίδα «Μύδρος» φ 23/3-9-1900, κύριο άρθρο.
[6] βλ. Εφημερίδα «Ζιζάνιον» φ 142/27-5-1900 σελ. 4, στο ίδιο φ. 143/3-6-1900 σελ. 4. Επίσης εφημερίδα «Μύδρος» φ 26/24-9-1900, σελ. 2, άρθρο με τίτλο «Τι περιμένετε;»: Ικεσία προς ομογενείς του εξωτερικού και φιλάνθρωπους του εσωτερικού, για αποστολή βοήθειας.

[7] βλ. Αρχείο Σπύρου Μοτσενίγου φάκελος 574, στοιχείο Β/9,  «Ιστορία «Φιλαρμονικής Πάλλης» Ληξουρίου (Κεφαλληνίας)». πρβλ. Η. Τσιτσέλη Κεφαλληνιακά Σύμμικτα Τ.1, σελ. 853.
[8] βλ. Άγγελο - Διονύση Δεμπόνου «Η Φιλαρμονική Σχολή Κεφαλονιάς 1838 – 1940» σελ. 111-112
[9] βλ. Άγγελο - Διονύση Δεμπόνου ό.π. σελ.  σελ. 113 σημ. 46. πρβλ. Εφημερίδα «Ζιζάνιον»  φ 134/1-4-1900, σελ. 4.
[10] Δήμαρχος Ληξουρίου ήταν τότε ο Αναστάσιος Βενάρδου Λιβιεράτος.
[11] βλ.  Εφημερίδα «Μύδρος» φ 20/13-8-1900, σελ. 4.
[12] βλ. Εφημερίδα «Μύδρος» φ 23/3-9-1900, σελ. 2-3.
[13] Δυστυχώς τα πρακτικά της Φιλαρμονικής δεν σώζονται, σε δημόσιο αρχείο τουλάχιστον, θεωρούμενα «θύμα» της περιόδου της Κατοχής.
[14] Αυτό το «δύνανται ποτέ» δείχνει ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανενός είδους «αντιμισθία» των μαθητών, κάτι που αποτέλεσε και αποτελεί στα προηγούμενα και επόμενα χρόνια, πληγή, τόσο για τη δική μας, όσο και για άλλες Ελληνικές Φιλαρμονικές.
[15] Η φράση ανήκει στον Γεώργιο Τυπάλδο – Ιακωβάτο, «Γιωργαντάρα», κατά μαχητική αγόρευσή του σε συνεδρίαση της Β’ Εθνοσυνέλευσης, για την ψήφιση του Συντάγματος του 1864.