Διαδικτυακή ομιλία μου την Μεγάλη Τετάρτη 28/4/2021, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων "Μεγάλη Εβδομάδα, με την Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου"
Εισαγωγή
Όσα θα πω σήμερα, δεν είναι παρά η εκτύλιξη της σκέψης μου, του προβληματισμού μου, αν θέλετε, για τα αίτια της δημιουργίας των πρώτων επτανησιακών Φιλαρμονικών Σχολών. Αίτια όχι τόσο εξωτερικά, «τοις πράγμασι», αλλά κυρίως ψυχικά, πνευματικά, αίτια «παραγωγικά βουλήσεως» όσων έδρασαν και μόχθησαν για την θεμελίωση των πρώτων Φιλαρμονικών μας.
Όπως καταλαβαίνετε το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Πώς μπορείς να ερευνήσεις τις ψυχές και τους νόες εκείνων των πιονέρων «φιλαρμονικάριων» 200 χρόνια μετά την δράση και τον βίο τους; Μόνο, αλλά μεγάλο βοήθημα, η Τέχνη που διάλεξαν να υπηρετήσουν, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές – πολιτικές συνθήκες της εποχής εκείνης.
Για
να μην πελαγοδρομήσει δε η ομιλία μου, καταφεύγω
σε δύο προσωπικά βοηθήματα:
1ον)
Βασίζομαι κυρίως στην εξέλιξη της Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου, όχι γιατί
υποτιμώ τις Φιλαρμονικές των άλλων νησιών, αλλά γιατί αυτής της Φιλαρμονικής
προσπαθώ από 11 χρονών, να γίνω κι εγώ κύτταρο της ύπαρξής της και συνεπώς
μπορώ να δω καλύτερα τα «εσωτερικά» αίτια της δημιουργίας της και επίσης αυτής
διαθέτουμε τα «ιδρυτικά έγγραφα» του
1839, πολύτιμα ντοκουμέντα (και) για τη
νοοτροπία των ιδρυτών της και 2ον)
πιάνω το νήμα της ιστορίας από πολύ παλιά -από το 726 μ.Χ.- και ακολουθώντας το
φτάνω μέχρι την εποχή της «Γενέσεως» των Φιλαρμονικών μας.
Εικονομαχία
Η ιστόρησή μας, λοιπόν, ξεκινάει χρονικά από το 726 μ.Χ. και τοπικά από την Κωνσταντινούπολη· όταν ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ επιχειρεί να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού από την Χαλκή Πύλη, αρχίζοντας «επίσημα» την περίοδο της Εικονομαχίας.
Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε τι ώθησε τον Λέοντα και τους διαδόχους του εναντίον των εικόνων· ίσως να ήταν η «ανατολίτικη» καταγωγή τους, ίσως ότι, απειλούμενοι από τους Άραβες, ήθελαν να φτιάξουν ένα κράτος «λιτό», πειθαρχημένο, στρατιωτικό, χωρίς πολλές «φιοριτούρες» και καλλιτεχνίες. Γεγονός πάντως είναι ότι με την πολιτική τους φέρνουν μια πυρετώδη εποχή για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κατά την οποία θα υπάρξει τιτάνια πάλη Ιδεών και σωμάτων, με επίκεντρο την λατρεία ή μη των εικόνων: Για έναν ολόκληρο αιώνα, εικονολάτρες και «εικονοκλάστες», εικονομάχοι και «εικονόδουλοι», διαφωνούν, ερίζουν, μάχονται· και η έριδα αυτή αποτελεί αποκύημα αλλά και μοχλό πολιτικών εξελίξεων και κοινωνικών αλλαγών. Θα πρέπει δε εδώ να σημειώσουμε, ότι σε αυτή την μάχη η μεγάλη πλειοψηφία του λαού τάσσεται υπέρ της λατρείας των εικόνων· και είναι ίσως η πρώτη φορά στην Ιστορία μας, που ο λαός κατηγορείται από την εξουσία ως αμαθής, θρησκόληπτος, ειδωλολάτρης, «ψεκασμένος» επιτέλους, για να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονη ορολογία.
Η έριδα θα τελειώσει με τη νίκη των εικονολατρών, όταν, το 842 μ.Χ., η Αυγούστα Θεοδώρα, η χήρα του Αυτοκράτορα Θεόφιλου, η νικήτρια της Κασσιανής για την καρδιά του Αυτοκράτορα, αναστηλώνει πανηγυρικά τις εικόνες.
Δεν πρόκειται απλά για νίκη των εικονολατρών· ούτε, βεβαίως, για επικράτηση της θρησκοληψίας, της αμάθειας ή της ειδωλολατρίας, όπως πολλοί ακόμα και σήμερα- ιδίως σήμερα- υποστηρίζουν. Πρόκειται για την επικράτηση στην λατρεία του Θείου τού πρωταρχικού παράγοντα της Τέχνης, του συμβολισμού. Πρόκειται για θρίαμβο της ίδιας της Τέχνης κατά της πεζότητας, κατά του «στεγνού», άψυχου βίου. Για έναν θρίαμβο της ζωής κατά της απλής, άχαρης επιβίωσης.
Μετά από αυτήν την δύσκολα κερδισμένη μάχη, θα μπορέσει να αναπτυχθεί η υψηλή, η Θεία Τέχνη της Ορθόδοξης Λατρείας· φυσικά όχι μόνο στην ζωγραφική, αλλά και στην ποίηση και στην Μουσική -μην ξεχνάμε ότι ο βασικός θεωρητικός της εικονολατρίας, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, την κορυφαία των Τεχνών υπηρετούσε, φέροντας τον τίτλο «Μαΐστωρ της Μουσικής». Η Ανατολική Εκκλησία θα γίνει η «εκκλησία των Γραικών .... με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες, με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες», με τις «ακριβές μουσικές του Κουκουζέλη και χρυσές του Πανσέληνου ζωγραφικές»· και η Τέχνη της λατρείας της θα φτάσει ως τις ημέρες μας ζωντανή και εμπνέουσα «Ελύτηδες» και «Θεοδωράκηδες».
Εδώ όμως μας ενδιαφέρει και κάτι ακόμα πιο «βαθύ», ακόμα πιο σημαντικό για την εξέλιξη της ανθρωπότητας μετά την εικονομαχία:
Με την επικράτηση των εικονολατρών, η λατρεία γίνεται «δημόσια», θα λέγαμε.
Βλέποντας όλοι μαζί τις ίδιες εικόνες
και ακούγοντας όλοι μαζί την ίδια ποίηση και μουσική, οι πιστοί δεν «φυλακίζονται»
ο καθένας στην ατομική του προσευχή· το εκκλησίασμα γίνεται μέτοχο της Τέχνης,
που αναπαριστά και υμνεί την υπέρλογη κοινωνία του μοναδικού και τριαδικού μαζί
Θεού· προάγεται από άθροισμα ατόμων σε ιδανική Κοινωνία. Η Ορθόδοξη Λατρεία
έτσι κατανικά τον ατομισμό και καταφέρνει «την ενότητα εν τη ποικιλία», ξεπερνά
το «Εγώ» και φτάνει στο «Εμείς», πράγμα που έχει τεράστια σημασία όχι μόνο για
την «καλλιτεχνική», αλλά κυρίως για την πολιτική - κοινωνική εξέλιξη του
Ελληνισμού και της Ανθρωπότητας.
Προτεσταντισμός
Η Ιστορία όμως, ως γνωστόν, έχει την τάση να επαναλαμβάνεται: Έτσι, στις αρχές του 16ου αιώνα η εικονομαχική αντίληψη επανέρχεται δριμύτερη. Είναι η εποχή που το χρυσάφι έχει αρχίσει να ρέει άφθονο από την μόλις ανακαλυφθείσα Αμερικανική Ήπειρο και, λόγω της πληθώρας του, χάνει την αξία του. Είναι η εποχή, που ο πλούτος δεν μπορεί πια να μένει στάσιμος, πρέπει να μετατραπεί σε κεφάλαιο που φέρνει κέρδος· η γη, η θάλασσα, ο ίδιος ο άνθρωπος πρέπει να εκμεταλλευτούν, για να δώσουν υπεραξία στους κατόχους του πλούτου. Είναι η εποχή που αναγγέλλει την καπιταλιστική παραγωγή, όπως λέει ο Κάρολος Μαρξ.
Σε αυτήν την εποχή, το 1517 μ.Χ. συγκεκριμένα, ένας Γερμανός μοναχός, δεινός ζυθοπότης μεν, με εξαίρετη μόρφωση δε, ο Μαρτίνος Λούθηρος, θυροκολλεί στον Μητροπολιτικό Ναό του Βίτενμπεργκ τις 95 θέσεις του, ως διαμαρτυρία κατά του Πάπα και της Καθολικής Εκκλησίας. Η διαμαρτυρία αυτή θα αρχίσει με την αντίθεση στα «συγχωροχάρτια» και τις λοιπές θρησκόληπτες υπερβολές καθώς και στην κοσμική υπερεξουσία του Πάπα. Γρήγορα όμως, θα εξελιχθεί σε χριστιανικό δόγμα – γνώμονα του τρόπου ζωής που απαιτούσε το λυκαυγές του καπιταλισμού. Ένα δόγμα που νομιμοποιεί θρησκευτικά το κέρδος του ισχυρού από την εξαντλητική εργασία του ανίσχυρου, που γιγαντώνει το άτομο και ευτελίζει την κοινωνία, που αποθεώνει το «Εγώ» και αγνοεί το «Εμείς», που στο ανατριχιαστικό ζενίθ της θεολογίας του, ο Ιωάννης Καλβίνος διατυπώνει το Δόγμα του Απόλυτου Προορισμού: «Ο Θεός έχει αποφασίσει από την αρχή ποιοι θα σωθούν και ποιοι θα καταλήξουν στην Γέεννα· και οι ήδη «σωσμένοι» είναι αυτοί που συγκεντρώνουν πλούτο, απόλυτη ένδειξη της χάριτος του Θεού σε αυτόν τον μάταιο κόσμο»!
Με τέτοια ωμή αντιμετώπιση του κόσμου και του υπερκόσμιου, ο Προτεσταντισμός είναι μοιραίο να έχει «λιτή» λατρεία. Στην πραγματικότητα δεν έχει σχεδόν καθόλου λατρεία. Με το πρόσχημα της επιστροφής στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, από την πρώτη στιγμή καταργεί τις εικόνες και τη λατρεία των Αγίων, εγκλωβίζει τους πιστούς στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής και μόνο και στην διαρκή ατομική προσευχή και οι προτεσταντικές λειτουργίες εξελίσσονται σε ένα στυγνό καθοδηγητικό κήρυγμα, με κάποιους ύμνους εμβατηριακού χαρακτήρα στο «τσακίρ κέφι»· σε μια διαδικασία που το «Εγώ» παίρνει οδηγίες και δύναμη για να επικρατήσει των άλλων.
Με τέτοια ατομοκεντρική αντίληψη, το δόγμα των Διαμαρτυρομένων ήταν επόμενο να επικρατήσει σε καθεστώτα αυταρχικά, όπου ο ηγεμόνας ήθελε υποταγή στην πολιτική εξουσία του, αφήνοντας την οικονομική εξουσία στους εμπόρους και στους επιχειρηματίες της εποχής, όπως ήταν τα γερμανικά κρατίδια, κυρίως του βορά. Επικράτησε ακόμα (φυσικό επόμενο και αυτό) και σε κάποιες «επιχειρηματικές Δημοκρατίες», με εντελώς ασύδοτη την οικονομική ισχύ, όπως η Ολλανδία και οι μετέπειτα Η.Π.Α..
Αγγλία: μια προτεσταντική δύναμη
Εδώ όμως, μας ενδιαφέρει η Αγγλία. Η Γηραιά Αλβιών, που κατά την εν λόγω εποχή δεν ήταν ακόμη γηραιά· ήταν σχετικά νέα Αλβιών, που ένιωθε όλο και πιο πολύ τις δυνάμεις της και ήθελε να μπει στον κατάλογο των μεγάλων δυνάμεων. Βασιλιάς της ο περιβόητος Ερρίκος Η’, ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, που στα νιάτα του είχε γράψει μέχρι και πραγματεία εναντίον του Λουθήρου. Ο Βασιλιάς αυτός ατύχησε στους γάμους του, ή μάλλον οι σύζυγοί του ατύχησαν στον γάμο τους μαζί του. Λίγο ο καημός του να αποκτήσει αρσενικό διάδοχο και πολύ περισσότερο οι συμμαχίες που ήθελε να στερεώνει με γάμο, ώθησαν τον Ερρίκο να αλλάζει τις συζύγους σαν τα πουκάμισα. Και, όπως συμβαίνει σε όλα, η πρώτη φορά ήταν δύσκολη: Το καθολικό δόγμα, ως γνωστόν, δεν επέτρεπε σε καμία περίπτωση το διαζύγιο. Μάταια έστελνε και ξαναέστελνε ο Ερρίκος αιτήματα στον Πάπα να θεωρήσει τον γάμο άκυρο· εκείνος ήταν ανένδοτος, αφού μάλιστα η νύφη δεν ήταν καμία «του πεταματού», ήταν η Αικατερίνη της Αραγωνίας, υπερήφανη θειά του Κάρολου Κουίντου, Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που έλυνε κι έδενε την εποχή εκείνη.
Ο Ερρίκος όμως δεν ήταν από τα παιδιά που σηκώνουν αντιρρήσεις· αν δεν ήθελε ο Πάπας να τον εξυπηρετήσει, τότε θα γινόταν ο ίδιος «Πάπας» εντός της επικράτειάς του. Εξαναγκάζει λοιπόν την βουλή του να ανακηρύξει τον ίδιο «μόνη κεφαλή, ανώτατο άρχοντα, προστάτη και υπερασπιστή της Εκκλησίας». Δημιουργεί έτσι ο ιδιότροπος αυτός Βασιλιάς, κάτι πρωτότυπο ακόμα και για τον ίδιο τον Προτεσταντισμό, ένα «Πολιτειοκεντρικό» εκκλησιαστικό πολίτευμα, στο οποίο ο αρχηγός του κράτους, αυτόματα, είναι και αρχηγός της Εκκλησίας.
Ο πολύγαμος και πολυγαμικός Άναξ, όμως, δεν θα προσχωρήσει στον Προτεσταντισμό, πέρα από το να φτιάξει ένα κράτος «αντιπαπικό». Εκείνος που θα φτάσει τον προτεσταντισμό στο τέρμα, είναι ο ασθενικός γιος που απέκτησε από τον τρίτο γάμο του, ο οποίος, μόλις τον διαδεχτεί, ως Εδουάρδος Στ’ –σωστά μαντέψατε- καταργεί τις εικόνες, καταργεί την λατρεία των Αγίων, ορίζει ειδικό προσευχητάριο και επιβάλει την χρήση μόνο αυτού στις Εκκλησίες.
Έτσι και η Αγγλία αποκτά το δικό της δόγμα, που θα της επιτρέψει να εξελιχθεί σε μία οικονομική αυτοκρατορία με ατελείωτες αποικίες, που την απομύζησή τους, κάποιες φορές αναλαμβάνουν ακόμα και Εταιρείες, με κάθε Άγγλο έμπορο έναν «μικρό Θεό» και με έναν Βασιλιά, σύμβολο μεν της αυτοκρατορίας, ανίσχυρο όμως μπροστά στους μεγαλοαστούς, που όταν δεν τους κάνει ή τον αποκεφαλίζουν ή τον αγνοούν ή τον δανείζουν μέχρι οικονομικού στραγγαλισμού. Και σε μία τέτοια χώρα, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, δεν χωρά και πολύ πνευματικότητα ούτε λαϊκές λατρευτικές εξάρσεις.
Αγγλοκρατία στα Επτάνησα - θρησκευτική πολιτική των Άγγλων
Σε αυτού του κράτους την ασφυκτική «Προστασία», την αγκαλιά – μέγγενη, βρίσκονται τα Επτάνησα κατά τον χρόνο της δημιουργίας των πρώτων Φιλαρμονικών μας. Μόνο που τώρα η Αλβιών είναι πλέον Γηραιά και πολυσέβαστος σε όλη την υφήλιο. Είναι η υπερδύναμη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, σημείο εκκίνησης της βιομηχανικής επανάστασης και, βεβαίως, η νικήτρια του Ναπολέοντα, η οποία, στο συνέδριο της Βιέννης, άφησε τον Τσάρο και τον Μέτερνιχ να φαντασιώνουν, μια άκαμπτη Ευρώπη υποταγμένη στις Μοναρχίες τους και αυτή πήρε ό,τι την συνέφερε εμπορικά, μαζί και τα νησιά μας!
Σε εμάς τους «πολλούς» θεωρώ ότι είναι λίγο – πολύ γνωστό το πώς μεταχειρίστηκε η Μ. Βρετανία τα Επτάνησα πολιτικά. Αυτό, που οι μη καλοί γνώστες της Ιστορίας αγνοούμε, είναι η αντιμετώπιση από τους Άγγλους της Ορθοδοξίας και της Ορθόδοξης Λατρείας. Γι΄ αυτό έκρινα σωστό, πριν μπω στο τελικό, συμπερασματικό, τμήμα της ομιλίας μου, να γίνει μία όσον το δυνατόν συντομότερη επισκόπηση της εκκλησιαστικής Ιστορίας μας κατά την διάρκεια της αγγλοκρατίας:
Από την αρχή της «Προστασίας» των Ιονίων Νήσων, στο σύνταγμα του Μέιτλαντ, η αγγλοκρατία τεχνηέντως επιβάλλεται στην επτανησιακή εκκλησία διοικητικά, αλλά και οιονεί δογματικά: Ενώ στο πρώτο κεφάλαιο το Σύνταγμα αυτό, ορίζει πεντακάθαρα ότι «Επικρατούσα Θρησκεία του Ιονίου Κράτους εστίν η της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας», στο τρίτο άρθρο του πέμπτου κεφαλαίου διαλαμβάνει τα εξής: «Οι πρεσβεύοντες την Επικρατούσαν Ορθόδοξον Θρησκείαν της Υψηλής Προστάτιδος Δυνάμεως … επιτελούσιν τα της λατρείας αυτών … μετά πληρεστάτης ελευθερίας»
Πρόκειται
για ένα καταπληκτικό στη θρασύτητα
και πονηρία του κόλπο, με το οποίο οι Άγγλοι, όχι μόνον επιβάλουν την θρησκεία τους
ως «επικρατούσα» στο Ιόνιο Κράτος, αλλά σφετερίζονται ακόμα και το όνομα της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, μη ανεχόμενοι έστω και κατ’ όνομα να ισχυρίζεται άλλη
εκκλησία ότι κατέχει την ορθή πίστη.
Επίσης,
το ίδιο Σύνταγμα, αναβάλει την ρύθμιση του τρόπου εκλογής των Αρχιερέων, δεν
διευκρινίζει τον τρόπο που ο Πατριάρχης θα εγκρίνει την εκλογή και την
χειροτονία τους και, τελικά, αφήνει ένα τεράστιο παράθυρο για τον Αρμοστή:
Ορίζει, δηλαδή, ότι αν ο χρόνος δεν επιτρέπει να ζητηθεί η έγκριση του
Πατριάρχη, για την εκλογή Αρχιερέως, την εκλογή επικυρώνει η Κυβέρνηση –δηλαδή
ο Αρμοστής που την ποδηγετεί- και η έγκριση του Πατριάρχη ζητείται «εκ των
υστέρων».
Καθιερώνει
έτσι ο Μέιτλαντ ένα «πολιτειοκρατικό» πολίτευμα για την επτανησιακή Εκκλησία
«κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» της Αγγλικανικής Εκκλησίας της «Προστάτιδος»
μητρόπολης.
Από αυτό το Σύνταγμα, θα πρέπει να συγκρατήσουμε και μια άλλη διάταξη, η οποία αφορά την λατρεία και ορίζει τα εξής: «Ουδεμία δημόσιος τελετή θρησκευτικής λατρείας συγχωρείται εν τούτω τω Κράτει, παρά τας των ανωτέρω Χριστιανικών Ορθοδόξων Εκκλησιών». Απαγορεύει δηλαδή της δημόσιες λατρευτικές τελετές στην Καθολική Εκκλησία.
Το σύστημα και η αντίληψη για την Εκκλησία του πανούργου «Μέτελα», δεν θα αργήσει καθόλου να δημιουργήσει προβλήματα: Οι πρώτες στάσεις κατά του καθεστώτος, το 1819 στην Λευκάδα και το 1820 στην Ζάκυνθο έχουν αφορμή εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο Μέιτλαντ, μέχρι να βγει νόμος για την εκλογή των Αρχιερέων, διορίζει και παύει Αρχιερείς αυθαίρετα, «δικαιώματι χάριτος» και όταν ο νόμος κάποτε εκδοθεί θα δίνει απόλυτη εξουσία στην αγγλοκίνητη Γερουσία. Χαρακτηριστικό της κατάστασης επίσης είναι τα όσα επέφερε η επιμονή των Άγγλων να περάσουν στον Ιόνιο Κώδικα διατάξεις που αφίσταντο των αντιλήψεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τον γάμο. Ερωτώνται τότε για το ζήτημα, από την Ιόνιο Βουλή, δύο θεολόγοι: ο Ευσέβιος Πανάς και ο Ληξουριώτης Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Τ. Ιακωβάτος· απαντούν ότι το ζήτημα πρέπει να τεθεί στην κρίση του Πατριάρχη και ο Ιακωβάτος ίσως στέλνει μυστικά στον Πατριάρχη επιστολή στην οποία τον προτρέπει να αρνηθεί. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Στ’ – ο οποίος δεν είχε παύσει καθ‘ όλη την δεκαετία του 1830 να εφιστά την προσοχή των Επτανησίων επισκόπων για τους «Λουθηροκαλβινιστές» ιεραποστόλους, που οργίαζαν με την προπαγάνδα τους στα Επτάνησα - ερωτάται με αβρότητα από την αγγλική διπλωματία και, όταν αρνείται να συναινέσει, ο τότε αρμοστής Δούγλας ζητά από τον Σουλτάνο την τιμωρία του· και ο Σουλτάνος ασμένως, χάριν της «παλαιάς συμμάχου» Αγγλίας, τον καθαιρεί με συνοπτικές διαδικασίες. Όσο για τον Κωνσταντίνο Τυπάλδο Ιακωβάτο που τόλμησε να αντιταχθεί, έστω και διακριτικά, στα σχέδια των Άγγλων, απολύεται από την θέση του Καθηγητή στην Ιόνιο Ακαδημία και γενικά οι Άγγλοι τον «βάζουν στο μάτι».
Γι’ αυτό, όταν το 1842 έρχεται η ώρα για την εκλογή νέου Μητροπολίτη Κεφαλληνίας, ενώ ο Κωνσταντίνος Τ. Ιακωβάτος εκλέγεται πανηγυρικά και το πλήθος τον αποθεώνει -Ληξουριώτη αυτόν, μέσα στο Αργοστόλι- η αγγλοκίνητη κυβερνητική επιτροπή ακυρώνει, με γελοίες προφάσεις την εκλογή του και στην θέση του διορίζει τον αγγλόφιλο Σπυρίδωνα Κοντομίχαλο.
Η αντίσταση της επτανησιακής Ορθοδοξίας - Στόχος η εγκαθίδρυση της λαϊκής ελληνικής κυριαρχίας στα Επτάνησα.
Μέσα σε αυτήν την ωραία ατμόσφαιρα, οι Έλληνες Επτανήσιοι προσπαθούν να κρατήσουν την ταυτότητά τους, ώστε κάποτε να γίνουν κυρίαρχοι στον τόπο τους· και η Ορθοδοξία είναι ο μεγαλύτερός τους σύμμαχος σε αυτόν τον αγώνα. Η ιντελιγκέντσια, οι διανοούμενοι, το γνωρίζουν καλά αυτό -το έχουν εμπεδώσει θεωρητικά, θα λέγαμε. Ο απλώς όμως λαός συναισθάνεται την θρησκευτική και εθνική του ταυτότητα μέσα από την Ορθόδοξη Λατρεία! Μια λατρεία που κατά την μακρά κυριαρχία των «πρώτα Βενετών και μετά Χριστιανών», δεν έχασε τίποτα από την βυζαντινή της μεγαλοπρέπεια -ίσως δε να απέκτησε μουσικά το υπέροχο ομοφωνικό της ύφος- και που οι Άγγλοι, μέσα στους Ναούς, δεν τόλμησαν να αγγίξουν. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η διαμαρτυρία της Μεγάλης Παρασκευής του 1848 στο Αργοστόλι, ξεκίνησε κάτω απ’ το μπαλκόνι του Τοποτηρητή- υπέρ υγείας του οποίου όφειλε να δεηθεί ο κλήρος, με την κραυγή – σύνθημα: «Εμπρός! Ας παύσει η ασέβεια!».
Την
εποχή αυτή επίσης, δηλαδή από τις αρχές του 1830, φτάνει η ώρα της έναρξης του
Ριζοσπαστικού αγώνα: Οι Επτανήσιοι, ενθαρρυμένοι από την επιτυχία της Ελληνικής
Επανάστασης, αρχίζουν να ζητούν την Ένωση με το Ελληνικό Βασίλειο. Είναι ακατόρθωτο
όμως να αντιταχθείς ένοπλα στην Θαλασσοκράτειρα Αγγλία. Όταν λοιπόν «δεν κόπτει
το σπαθί η αιχμή του δεν τρυπάει», πρέπει να βρεθούν άλλοι τρόποι, για την
πολυπόθητη εγκαθίδρυση της λαϊκής
ελληνικής κυριαρχίας στα Επτάνησα. Έπρεπε, κατ’ αρχάς, οι Ριζοσπάστες, κάτω
από την μύτη των Άγγλων, εκμεταλλευόμενοι τις όποιες ελευθερίες επέτρεπε το
καθεστώς, να ενισχύσουν και να δηλώσουν τον Ελληνικό χαρακτήρα τους και να
προβάλλουν τις πολιτισμικές διαφορές τους με τους Άγγλους.
Η
ελευθερία που παρείχε το Καθεστώς εκείνο τον καιρό, ήταν ότι επέτρεπε, κατά
μίμηση των συνηθειών της Μητρόπολης, την δημιουργία club· λεσχών, δηλαδή, που η αγγλική
αριστοκρατία «σκότωνε την ώρα της» και που, στο πλαίσιο του ψευδο-φιλελευθερισμού
της, η Αγγλία έκρινε ότι ηξιούτο και η «ανωτέρα επτανησιακή τάξις». Όσο για το μέσον δήλωσης του «εθνισμού» και
κυρίως της πολιτισμικής αντίθεσης με τους Άγγλους, δεν ήταν άλλο, παρά η Ορθόδοξη Λατρεία.
Η λατρεία όμως ασκούταν μέσα στις Εκκλησίες, και οι Άγγλοι είχαν καταφέρει με τις διώξεις κληρικών και λαϊκών να καταστείλουν οποιαδήποτε επαναστατική διάθεση στον χώρο αυτόν. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κανένα κίνημα που «σέβεται τον εαυτό του» δεν βασίζεται αποκλειστικά στην Θρησκεία, γιατί τότε κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα καθεστώς θεοκρατικό.
Οι Φιλαρμονικές
Έπρεπε λοιπόν κάτι να γίνει,
για να βγει η Τέχνη της Ορθόδοξης Λατρείας από τις Εκκλησίες, έπρεπε κάπως
αλλιώς να εκφραστεί η Ιδανική Κοινωνία. που η λατρεία της Ορθοδοξίας δημιουργεί στις Λειτουργίες
της, καταδεικνύοντας παράλληλα την διαφορά με την τόνωση
του «Εγώ», που πρεσβεύει ο Προτεσταντισμός.
Και δεν υπάρχει καλύτερος
τρόπος γι αυτό από την Τέχνη της
ορχήστρας πνευστών, από την Τέχνη της Φιλαρμονικής,
όπου ο μαθητής πρέπει να μάθει να παίζει ατομικά
όσο καλύτερα γίνεται, μόνο και μόνο για να
«λιώσει» ο ήχος του μέσα στον ήχο των άλλων δημιουργώντας το Ένα άκουσμα από πολλά άτομα,
δημιουργώντας την «ενότητα εν τη ποικιλία»,
δημιουργώντας «μίμηση τελεία και σπουδαία» της Ιδανικής Κοινωνίας.
Πιστεύω
λοιπόν, ότι, συνειδητά ή υποσυνείδητα, αυτό οδήγησε εκείνους τους πρώτους των
πρώτων στην δημιουργία των Επτανησιακών Σχολών: Η άσκηση σε κοσμικό πεδίο της Τέχνης της Ορθόδοξης Λατρείας και εξ
αυτής η δήλωση της ταυτότητας των επτανησιακών κοινωνιών και της πολιτισμικής
αλλά και πολιτικής αντίθεσης με το ατομιστικό, αυταρχικό πνεύμα της Μ. Βρετανίας.
Γι
αυτό ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος
αγωνίστηκε για την δημιουργία της Παλαιάς και δεν έμεινε στην σύνθεση ή στα
μαθήματα πιάνου «εις δεσποινίδας της καλής κοινωνίας».
Γι αυτό εκείνα τα
ληξουριώτικα αρχοντόπουλα του 1839 δεν ίδρυσαν κάποια λέσχη μπιρίμπας, αλλά «φορμάρισαν σχολείον Μουσικής» δι’ εξόδων
τους και έδωσαν «τον λόγο του τιμίου ανδρός» ότι θα μάθουν Μουσική για να
παίζουν στην «Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου», την «Συντροφία των Μουσικών», την Μουσική του Ληξουριού, απ’ όπου μια
ολόκληρη Κοινωνία δύο αιώνες τώρα κάνει Τέχνη και στηρίζει τις ελπίδες της για
ό,τι καλύτερο κι ας μην το καταλαβαίνει.
Γι
αυτό και ναι, η μουσική των φιλαρμονικών μας είναι ιταλίζουσα, δυτικότροπη, ναι,
το είδος της μπάντας δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε εις τας Ευρώπας, ναι, τις
Ιταλικές ή τις Αγγλικές μπάντες είχαν στο μυαλό τους εκείνοι οι πρώτοι
Επτανήσιοι Μουσικοί.
Αλλά
κοιτάξτε πώς οι Φιλαρμονικές μας έγιναν
ένα με τον ελληνικό πολιτισμό!
Κοιτάξτε
πόσο μεγάλωσε το δέντρο τους, απλώνοντας στην ελληνική επτανησιακή γη ρίζες
βαθιές που φτάνουν πολύ μακριά ….. ίσως στο 726 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Λέων
Γ ξεκινούσε την Εικονομαχία.
Βοηθήματα:
Μάρκου
Ρενιέρη, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – ΔΟΚΙΜΙΟΝ, εν Αθήναις εκ της Φιλολάου Τυπογραφίας -1841
Σπύρου
Ν. Αβούρη, ΤΑ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ 1815 – 1867, Αθήναι 1965
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ (Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και
την Δημοκρατία)