Για την γιορτή της μητέρας ("γιορτή", όπως την λέγαμε πριν καθιερωθούν οι "ημέρες" διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν), δημοσιεύω ένα ποίημα, γεμάτο τρυφερότητα, παρόλο που δημιουργός του είναι ο μέχρι τέλους σκληρός, κριτικός και κυνικός, Ρένος Αποστολίδης!
Είναι η δέηση ενός γιου, σε ένα Θεό που δεν πιστεύει. Η δέηση ενός παιδιού. που έχει φύγει για ταξίδι μακρύ κι επικίνδυνο (πιθανότατα για τον πόλεμο), και ζητά απελπισμένα απ' τον ανύπαρκτο Θεό του, να ζήσει, μόνο και μόνο χάριν της μητρικής αγάπης. Η δέηση ενός παιδιού, που τελικά πιστεύει στην μετά θάνατον ζωή, στην ζωή την ίδια, στο θείο, για μια στιγμή μόνο: την στιγμή που σκέφτεται την Μητέρα του!
Τα μάτια της
Συ που δεν υπάρχεις μες σ’ αυτά τα στάχια
τα χρυσά απ’ τον ήλιο, που ανεμίζουν·
συ που δεν υπάρχεις, πέρα ως πέρα,
μέσα στον πλατύ, γαλανό ουρανό·
συ που δεν υπάρχεις μέσα στην καρδιά μου,
άκουσε με!
Αν χρειαστεί,
αν έρθει κείνη η ώρα,
δε θέλω,
δε μπορώ να πεθάνω.
Γιατί όταν έφευγα,
όσες φορές κι αν ξαναγύρισα,
να την ξαναδώ,
τόσες φορές τη δίψασα,
και τα μάτια της
δεν μπόρεσα ακόμα
να τα ξεκολλήσω
πάνω απ’ την πλάτη μου.
Στέκει ακόμα εκειπέρα,
στο περβάζι του παραθυριού
και με κοιτάει να φεύγω …
Διώξε την, Κύριε, από κει,
ξεκόλλα από πάνω μου τα μάτια της,
αν πρέπει να πεθάνω.
Κάνε να με δει να χάνομαι
στο βάθος κάποιου δρόμου
σιγά – σιγά….
Νάναι βέβαιη πως πάω καλά,
νάναι βέβαιη πως είναι ολόισιος ο δρόμος
πως πουθενά δεν έστριψα.
Κι έτσι, ησυχασμένη,
να πάψει πια να με κοιτάει,
να φύγει απ’ το παράθυρο,
και να κλείσει μόνη της
τα παραθυρόφυλλα….
Κάνε το αυτό, Κύριε·
κάνε το αυτό.
Κα τα μάτια της,
τα καρφωμένα στην πλάτη μου,
κάνε τα να κοιμηθούν
και να με ξεχάσουν…
Και τότε,
αν είναι θέλημά σου,
πάρε με, Κύριε, ανύπαρχτε.
τα χρυσά απ’ τον ήλιο, που ανεμίζουν·
συ που δεν υπάρχεις, πέρα ως πέρα,
μέσα στον πλατύ, γαλανό ουρανό·
συ που δεν υπάρχεις μέσα στην καρδιά μου,
άκουσε με!
Αν χρειαστεί,
αν έρθει κείνη η ώρα,
δε θέλω,
δε μπορώ να πεθάνω.
Γιατί όταν έφευγα,
όσες φορές κι αν ξαναγύρισα,
να την ξαναδώ,
τόσες φορές τη δίψασα,
και τα μάτια της
δεν μπόρεσα ακόμα
να τα ξεκολλήσω
πάνω απ’ την πλάτη μου.
Στέκει ακόμα εκειπέρα,
στο περβάζι του παραθυριού
και με κοιτάει να φεύγω …
Διώξε την, Κύριε, από κει,
ξεκόλλα από πάνω μου τα μάτια της,
αν πρέπει να πεθάνω.
Κάνε να με δει να χάνομαι
στο βάθος κάποιου δρόμου
σιγά – σιγά….
Νάναι βέβαιη πως πάω καλά,
νάναι βέβαιη πως είναι ολόισιος ο δρόμος
πως πουθενά δεν έστριψα.
Κι έτσι, ησυχασμένη,
να πάψει πια να με κοιτάει,
να φύγει απ’ το παράθυρο,
και να κλείσει μόνη της
τα παραθυρόφυλλα….
Κάνε το αυτό, Κύριε·
κάνε το αυτό.
Κα τα μάτια της,
τα καρφωμένα στην πλάτη μου,
κάνε τα να κοιμηθούν
και να με ξεχάσουν…
Και τότε,
αν είναι θέλημά σου,
πάρε με, Κύριε, ανύπαρχτε.