Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013
Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013
Το Παρατηρητήριο των Γλυκών Νερών
Γι αυτό γράφω «αυτάς τας ολίγας γραμμάς»,
περί του θέματος της «βίλας Αντύπα», που πέντε μέρες τώρα μας απασχολεί.
Παραχωρήθηκε βεβιασμένα και μάλλον
παράτυπα, ένα ερειπωμένο κτίριο του Δήμου σε κάποια οικογένεια τσιγγάνων.
Μερίδα συμπολιτών μας αντέδρασε και κατηγόρησε την δημοτική Αρχή και τους
συμβούλους που υπερψήφισαν την πρόταση, με αρκετή δόση υπερβολής ως προς τις
συνέπειες της παραχώρησης αυτής. Άλλη, μικρότερη μερίδα συμπολιτών μας
υπερασπίστηκε τις ενέργειες της δημοτικής αρχής κατηγορώντας τους αντίθετους
για έλλειψη φιλανθρωπίας έως και για ρατσισμό και πάλι με αρκετή δόση
υπερβολής.
Μέχρι εδώ η υπόθεση εκτυλισσόταν
«φυσιολογικά», τουλάχιστον για όποιον γνωρίζει την Ληξουριώτικη κοινωνία.
Έκρινε δημόσια ο δημότης και απαντούσε η Αρχή, με την συνήθη σε τέτοιες
περιστάσεις εκατέρωθεν σθεναρότητα, ίσως και αμετροέπεια.
Ξαφνικά όμως, να που μαθαίνουμε, ότι κάπου στα Γλυκά Νερά (τα «Κέρια» των Αθηνών φαντάζομαι), υπάρχει Παρατηρητήριο, το οποίο ίσταται πάνω από τα κεφάλια μας, έτοιμο να ενημερώσει από εκεί κάπου μακριά, που εδρεύει, τον εντόπιο Εισαγγελέα, για τις «αταξίες μας».
Σαν έτοιμο από καιρό, τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί όσους επέδειξαν «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά» και τους μήνυσε για τα κείμενά τους, όπως πάραυτα τιμωρηθούν διότι παραβίασαν τους ν. 927/79 και 3304/2005. Μαζί με τα επίμαχα κείμενα, το Παρατηρητήριο των Γλυκών Νερών, στέλνει στον Εισαγγελέα και την απάντηση του Αντιδημάρχου κ. Θεοφιλάτου, ως «εξαιρετικό κείμενο». Σαν ο Εισαγγελέας να είναι φιλόλογος της Α’ γυμνασίου και βαθμολογεί εκθέσεις!
Η όλη υπόθεση έτσι, εξελίχθηκε σε πολιτικά σοβαρότατη.
Όλοι γνωρίζουμε, ότι στα κείμενα των συμπολιτών μας δεν υπήρχε ρατσιστική αναφορά, τουλάχιστον δόλια.
Και αν όμως υποθέσουμε ότι υπήρχε, τότε με συγχωρείτε, αλλά όλοι, παντός «χρώματος» και πάσης αντιλήψεως, πρέπει να συμφωνήσουμε, χάριν της δικής μας ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ότι είναι προτιμότερη η έκφραση με «έπεα πτερόεντα» μιας ρατσιστικής άποψης, από τον κολασμό του λόγου και μάλιστα του κριτικού, πολιτικού λόγου, με τον τρόπο που στη περίπτωση αυτή επιχειρείται.
Τα Γλυκά Νερά πίκραναν το στόμα της Ληξουριώτικης κοινωνίας και ίσως το κάνουν να σιγήσεινα υποταχθεί μόνο σε μελιστάλαχτα άσματα, επαινετικά για την εκάστοτε εξουσία και αυτό θα είναι το οριστικό τέλος για το Ληξούρι.
Ως Ληξουριώτης δημότης, χρωματισμού καφέ ολέ, μεσήλιξ, άγαμος, Διμπουκιώτης και ολίγον πολυλογάς (για να έχετε και τα δικά μου «εθνοτικά» χαρακτηριστικά), παρακαλώ όλους τους Κεφαλλονίτες πολιτικούς και πολιτευτές, ιδίως τους από την Αριστερά προερχόμενους, ως πιο «αρμόδιους», να σταθούν κόντρα στο κύμα των γλυκών νερών, που πάει να πνίξει, την ελευθερία λόγου στον τόπο που γεννήθηκε.
Θα είναι μια απαραίτητη, πραγματικά αντιστασιακή πράξη, σε ό,τι χρόνια τώρα υφιστάμεθα.
Ιωσήφ Λουκέρης του Βασιλείου
Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013
Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου, 113 χρόνια πριν !
Το 1900 το Ληξούρι, λόγω του «σταφιδικού ζητήματος», βρίσκεται σε
οικονομική εξαθλίωση, που εγγίζει τα όρια του λιμού. Οι σελίδες της
Ληξουριώτικης εφημερίδας «Μύδρος» είναι γεμάτες από περιγραφές κατήφειας, δυστυχίας,
απογοήτευσης, απελπισίας.
Αλλά την 16/4/1900, ώρα «ενάτην εσπερινήν», η Φιλαρμονική Σχολή
Ληξουρίου αρχίζει τις «πλατείες» της! Ο συντάκτης του «Μύδρου» βιώνει μια
κατάσταση ποιητική. Και ποιητικά την περιγράφει! Λάμπουν ξαφνικά οι δύο
πλατείες μας. Σαν λουλουδιασμένη γλάστρα το Μαρκάτο, από τα φορέματα των «τρυφερών
πλασμάτων». Καταγοητεύει η Μουσική μας με την «μελιστάλακτον» μελωδία της.
Ας ξεπεράσουν κάποιοι τον φόβο τους μπροστά στην καθαρεύουσα και
διαβάστε αυτό το εξαιρετικό κείμενο.
Πιστεύω πως κι εσείς θα δείτε ότι δεν ταιριάζει η άρνηση της πραγματικής ζωής στα δύσκολα, σε εμάς, που «αξιωθήκαμε μια τέτοια πόλη».
Πιστεύω πως κι εσείς θα δείτε ότι δεν ταιριάζει η άρνηση της πραγματικής ζωής στα δύσκολα, σε εμάς, που «αξιωθήκαμε μια τέτοια πόλη».
Θα μου πείτε βέβαια: «Ποια πόλη αξιωθήκαμε; Ξηλώθηκαν οι δύο πλατείες
και αντικαταστάθηκαν από ένα γκρι μακρινάρι. Συντρίμμια το Μαρκάτο, αντικαταστάθηκε με «ένα θέατρο».
Γέρασαν και έφυγαν και τα τρυφερά πλάσματα και αντικαταστάθηκαν με άλλα, σαφώς
σκληρότερα, των οποίων τα φορέματα δεν φαίνονται».
Δύναμαι λοιπόν να σας εγγυηθώ ότι το βασικό συστατικό αυτής της μαγικής
πόλης, υπάρχει ακόμα. Είναι ο ήχος της Μουσικής μας. Αυτός ο ίδιος ακριβώς
ήχος, που η Φιλαρμονική μας κήρυξε εκείνο το Απριλιάτικο βράδυ, έχει νικήσει
τον χρόνο και ακόμα ακούγεται, τουλάχιστον σε όποιον έχει κρατήσει καθαρή την
ψυχή του από τις προσχώσεις της παρακμής.
Ας ξεπεράσουν κάποιοι τον φόβο τους μπροστά στην ομορφιά της πόλης που
ζούμε και διαβάστε αυτό το κείμενο.
Όχι και την Ιακωβάτειο !
Στο Ληξούρι
κυκλοφορεί κάτι σαν ανέκδοτο :
«-Λες να μας πάρουν και την τάδε Υπηρεσία ;
»
«- Πάψε, μη το λες και τους δίνεις ιδέες!»
Τόση είναι η βεβαιότητα της σκοπιμότητας εξόντωσης της πόλης μας «εκ
των άνω»! Τόση, ώστε πολλοί υποστηρίζουν ότι το μόνο που θα μείνει στην θέση
του είναι ο Παντοκράτορας (αν δεν τους «βάλουμε την ιδέα» και τον σηκώσουν και
αυτόν).
Για την Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη
όμως, κανείς δεν σκέφτηκε ότι μπορεί η Καλλικράτειος λογική να την πάρει και να
την σηκώσει.
Βλέπετε, η «Υπηρεσία» αυτή δεν στεγάζεται σε μισθωμένο χώρο, ώστε η
Ελληνική Οικονομία να σωθεί με την εξοικονόμηση του ενοικίου. Ούτε οι
αστυγείτονες έχουν κάποια κραταιά παρόμοια Υπηρεσία, που με την συγχώνευση της
δικής μας Ιακωβατείου, θα γίνει κραταιότερη και θα εξυπηρετεί τις ανάγκες όλης
της Νήσου από την Αργοστολιώτικη Μητρόπολη. Η Ιακωβάτειος είναι η μόνη
Δημόσια Βιβλιοθήκη στην Κεφαλονιά.
Κυρίως όμως, ουδείς σκέφτηκε την πιθανότητα στέρησης της Βιβλιοθήκης
του από το Ληξούρι, γιατί αυτό το κτίριό της, η φωλιά του Γεώργιου Τυπάλδου –Ιακωβάτου, του
θρυλικού Ληξουριώτη Γιωργαντάρα, ίσταται εκεί πεισματικά, ανέπαφο από την
ισοπεδωτική λαίλαπα του ’53, θεατό από όποιον φτάνει θαλασσίως στο Ληξούρι, κόντρα
στην φθονερή σύγχρονη δόμηση, που προσπαθεί να το κρύψει, δωρισμένο στο
Ελληνικό Δημόσιο πριν μισό αιώνα, μαζί με την πολύτιμη συλλογή βιβλίων και
εγγράφων των Ιακωβάτων, ακριβώς για να λειτουργεί ως Βιβλιοθήκη. Αυτό το
κτίριο, αυτός ο θεσμός, αποτελεί άμα τη όψει του ψυχικό στήριγμα για τον
Ληξουριώτη, σύνδεσμο με το ένδοξο παρελθόν, φύλακα πνευματικής παρακαταθήκης,
εγγυητή της παράδοσής της στις
επερχόμενες γενεές. Πώς να διανοηθείς ότι ένας τέτοιος θεσμός μπορεί να
«φύγει»;
Κι όμως! Σαν να υφιστάμεθα δοκιμασία των ορίων της αντοχής μας, να που
βρισκόμαστε στη θέση να προσπαθούμε πάλι, να υπερασπιστούμε κάτι αυτονόητα δικό
μας. Κάτι όλο και πιο αυτονόητα δικό μας.
Και πώς να το υπερασπιστούμε; Τα ώτα των «εκείθεν Θηναίας» Κεφαλλήνων
και Ελλήνων, μοιάζουν να ακούν μόνο τον ήχο της Καμπάνας του καφενείου και τα
ώτα των κυβερνώντων μόνο τις λογιστικές επιταγές της Ε.Ε..
Πρέπει όμως. Οφείλουμε και για τη Βιβλιοθήκη, να κάνει ο καθένας αυτό
το λίγο που μπορεί. Να διεκδικήσουμε, να παρακαλέσουμε, να γκρινιάξουμε έστω.
Μήπως έτσι κατορθώσουμε, να μη μας «συγχωνεύσουν» τη βούλησή μας για
αξιοπρεπή ζωή σε αυτήν εδώ την πόλη.
Ιωσήφ Λουκέρης του Βασιλείου
Μαθητής της
Φιλαρμονικής Σχολής Ληξουρίου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)