Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Για την Ελλάδα ρε γαμώ το ….κέρατό μου!

«Για την Ελλάδα ρε γαμώ το!». Αυτή η φράση εκστομίστηκε, ως γνωστόν,  το μακρινό 1992, από δύο αθλητές, κατά τους φανφαρονικούς πανηγυρισμούς της χρυσοφόρου ατομικής πρωτιάς τους. Έγινε, για αρκετά χρόνια, το σύνθημα της «μικρής Ελλάδας, που με συστηματική δουλειά καταξιώνεται στην Ευρώπη». Το είχαμε όλοι στα χείλη μας, μέχρι που, όταν ο Ευρωπαϊσμός γιγαντώθηκε στην Χώρα μας,  πάψαμε να το αναφέρουμε, από φόβο μήπως έστω και με το στρεβλό του περιεχόμενο, μας χαρακτηρίσει «Ελληναράδες»    
Τώρα, που τόσα συνθήματα ακούγονται υπέρ του «Όχι» ή υπέρ του «Ναι» ή υπέρ της αποχής, λίγα «πρωτότυπα», τα περισσότερα ανασυρμένα από το παρελθόν και καθαρμένα  από κάθε αρνητική σημασία, κανείς δεν θέλησε να επαναφέρει αυτή την τόσο «πιασάρικη» φράση.
Γιατί ρε γαμώ το;
Απλώς, γιατί όλοι οι συμμετέχοντες και μη στο δημοψήφισμα μόνη τους «έγνοια» έχουν την Ευρώπη, ρε γαμώ το. «Μένουμε Ευρώπη» διατρανώνουν οι δεξιώνυμοι νεοφιλελεύθεροι διεθνιστές. «Δεν θα μας βγάλουν από το ευρώ …. γιατί τους κοστίζει», «αγάντα και έρχονται οι ποδέμος, οπότε θα φτιάξουμε μαζί τους την μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια» καθησυχάζουν τους περιδεείς ψηφοφόρους τους οι ροζ μπον μπον αριστεροί. «Θα ενεργήσουμε όταν ο κομμουνισμός επικρατήσει σε όλη την Ευρώπη, σε όλη την υφήλιο και σε όλο το πλανητικό σύστημα», διακηρύσσουν οι γενικώς απέχοντες.
Με τόσο Ευρωπαϊσμό, με τόσο κοσμοπολιτισμό, πού να βρεθεί χώρος για την Ελλάδα! Θα ήτο και κάπως μπανάλ άλλωστε.
Εμείς όμως. Εμείς που ψάχνουμε να βρούμε τι σημαίνει «αξιοπρέπεια», για την οποία κοπτόμεθα.  Εμείς που «επαναστατούμε» σε πλατείες, ρούγες και καντούνια, με εκείνη τη μίζερη αφορμή του «αγανακτισμένου» και μετά, στην πρώτη ευκαιρία, λουφάζουμε. Εμείς που προσπαθούμε απελπισμένα να δώσουμε νόημα στο «Όχι» ή σοβαρότητα στο «Ναι».  Εμείς τι κάνουμε ρε γαμώ το;
Εμείς μένουμε στο …. «γαμώ το». Χωρίς να ξέρουμε γιατί το λέμε, οι άθλιοι «αγανακτισμένοι».
Αλλά είναι καιρός να το καταλάβουμε. Να καταλάβουμε και όσοι λένε «όχι» γενικά και αόριστα και όσοι σύρονται σε εκείνο το «Ναι», που μια ζωή θα τους ντροπιάζει και όσοι σιωπούν, ότι καθήκον μας πλέον είναι να σκεφτούμε και να δράσουμε για την Ελλάδα!
Για την Ελλάδα ρε γαμώ το κέρατό μου το τράγιο το δίφορο. Για την Ελλάδα! Ας το φωνάξουμε και μην ανησυχείτε, κανένας δεν θα σας …. παρεξηγήσει, εκτός από τους «δανειστές» και τους δημοσιοκάφρους μας, βέβαια.     
Ανεξάρτητα από το δημοψήφισμα (που καθόλου βέβαιος δεν είμαι αν θα γίνει), ένα βροντερό «Όχι» πρέπει να πούμε όλοι. Ένα «Όχι» στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ της. Γιατί χωρίς αυτό το απόλυτο «Όχι», ίσως επιβιώσουν τα πρόσκαιρα σαρκία μας, αλλά η Κοινωνία μας, η Ελλάδα, δεν θα επιβιώσει. Και έτσι ο Δεξιός δεν θα έχει καμία ιδεολογική αναφορά και ο Αριστερός, χωρίς κοινωνία, δεν θα μπορεί να κινηθεί σε κοινωνικούς ή ταξικούς αγώνες. Ατομιστές κενοί περιεχομένου θα γίνουμε όλοι. Έτσι όπως μας θέλει το νεοφιλελέ σύστημα.

Ένα «Όχι» για την Ελλάδα ρε γαμώ το κέρατό μου. Θα το πει κανείς;;

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Γ. Μολφέτας: Ο Μουσικός Ποιητής.

Κάθε δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα οφείλει να βρίσκεται σε απόλυτη πνευματική, τουλάχιστον, επαφή με την κοινωνία που εδρεύει. Πολλώ δε μάλλον, όταν η κοινωνία αυτή συμπυκνώνει, σε μικρή έκταση και σε ολιγάριθμα άτομα, Ιδέες, έννοιες, προοπτικές και ματαιώσεις τεράστιου εύρους. Με την σκέψη αυτή, θεωρώ απολύτως επιτυχημένη, ως επίδειξη και απόδειξη του έργου της Σχολής Μουσικής Τεχνολογίας, την ανακατασκευή και παρουσίαση της ιδιότυπης κιθάρας του Γεωργίου Μολφέτα. Ενός ανθρώπου μοναδικού, που κατείχε την ικανότητα να συμπυκνώνει σε δύο δεκαπεντασύλλαβους τον χαρακτήρα, τα προβλήματα, τις ατομικές και συλλογικές σκέψεις των επιμέρους κοινωνιών της Κεφαλονιάς, των τόσο μικρών, αλλά τόσο δυνατών.
Στην ομιλία μου αυτή, θα προσπαθήσω, αφηγούμενος τα κύρια σημεία της σύντομης αλλά άξιας ζωής του Μολφέτα, να δείξω ότι η υψηλή Τέχνη του εμπνεύστηκε από τα μύχια των τότε κεφαλληνιακών κοινωνιών. Επειδή όμως εγώ δεν διαθέτω το ταλέντο της συμπύκνωσης νοημάτων, παρακαλώ να μου συγχωρήσετε τυχόν πολυλογία μου.
Ο Γεώργιος (Τζώρτζης) Μολφέτας του Γερασίμου και της Αγγελικής το γένος Χωραφά, Ρισιάνος την καταγωγή, γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1871. Η οικογένειά του ανήκε στην μεσαία τάξη της εποχής, πράγμα που ασφαλώς του επέτρεψε πότε να έχει απόλυτη επαφή και πότε να κρατά τις κατάλληλες αποστάσεις με όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Ο πατέρας του ήταν κτηματίας με μια μικρή ιδιοκτησία στην Χαλικερή Ερίσου. Το κύρος του όμως ήταν ηυξημένο, καθώς ασκούσε και το επάγγελμα του Δικολάβου. Όπως ήταν φυσικό προόριζε τον γιο του για σπουδές και μάλιστα στη νομική, για να γίνει ένας από τους τόσους σεβαστούς επιστήμονες που το νησί μας τότε διέθετε.  Δικαιολογημένα, ίσως, αγνόησε το γεγονός ότι το πνεύμα του νεαρού Τζώρτζη δεν μπορούσε να περιοριστεί στην επιστημονική μάθηση, όπως δεν περιοριζόταν στην σχολική. Ήταν ένας «κακός μαθητής», που είχε μείνει σε μία τάξη του Ελληνικού Σχολείου, η διαγωγή του είχε μειωθεί σε «μετρία» και μπορούμε να τον φανταστούμε εν ώρα μαθήματος να σκαρώνει στίχους, αντί να παρακολουθεί την παράδοση.
Με το που τελείωσε το σχολείο, το 1891, εκδίδει σατυρική εφημερίδα σε στίχους, η οποία έχουμε την τιμή, εμείς οι Ληξουριώτες, να φέρει ως τίτλο το παρατσούκλι μας. Ονομαζόταν «ο Κολόμπος».
Ο πατέρας του όμως επιμένει για την δικηγορική σταδιοδρομία που ονειρεύεται για τον πρωτότοκό του και έτσι ο Τζώρτζης εγγράφεται στη Νομική και μεταβαίνει στην Αθήνα.  Αλλά η Μούσα, παράφορα ερωτευμένη μαζί του, δεν τον αφήνει να συγκεντρωθεί. Στην πρωτεύουσα, μέσω του Κεφαλονίτη σατυρικού Μπάμπη Άνινου μπαίνει στους φιλολογικούς – καλλιτεχνικούς κύκλους, γνωρίζεται με τον ήδη διαπρέποντα σατυρικό Σουρή και αρχίζει να εκδίδει την σατυρική εφημερίδα «Αίσωπος», η οποία επαινείται από τον δημοσιογραφικό κόσμο. Και πάλι όμως η Μούσα, βοηθούμενη και από την οικονομική αποτυχία του εγχειρήματός του, ωθεί τον Μολφέτα πίσω στην Κεφαλονιά. Εγκαθίσταται μόνιμα πλέον στο Αργοστόλι, εγκαταλείπει τις σπουδές του και εκδίδει μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, για 25 χρόνια, με τεράστια επιτυχία, το περίφημο «Ζιζάνιον». Την εφημερίδα στην οποία θα αφήσει όλο το πνευματικό του έργο, γραμμένο σε εκατοντάδες χιλιάδες εμπνευσμένους σκωπτικούς στίχους.
Ταυτόχρονα με τη στιχουργία όμως, ο Μολφέτας θεραπεύει και την Τέχνη της Μουσικής. Μα όχι, όπως θα περίμενε κανείς, ως «πάρεργο» της ποίησης, όχι ως παιδιά για κάποιες ευχάριστες ώρες. Ο ποιητής μας, αν και αυτοδίδακτος, ήταν ένας άριστος κιθαρίστας, που υπερέβαινε σε ικανότητα και έργο έναν απλό δεξιοτέχνη. Όχι μόνο διασκεύαζε για την κιθάρα του αξιόλογα κομμάτια, αλλά έγραψε και δικές του συνθέσεις. 
Ένα τόσο σπάνιο τάλαντο δεν μπορούσε να θαφτεί. Με την παρακίνηση των θαυμαστών του στην Αθήνα, όπως μας πληροφορεί ο νεώτερος συνεργάτης του Γεώργιος Καββαδίας, δίνει εκεί ρεσιτάλ κιθάρας στην αίθουσα των Φιλομούσων, το 1895. Οι αθηναϊκές εφημερίδες γράφουν ύμνους για την εμφάνιση του 25χρονου Μολφέτα: «….Τι τόνος, ποία εκτέλεσις! Συνείχε τις και την αναπνοήν του ακόμη», «Νομίζει τις, ότι αι χορδαί του μελαγχολικού τούτου οργάνου εις τας χείρας του  μεταβάλλονται εις ενάρθρους φωνάς». Δεν αργούν να έλθουν και οι προσκλήσεις από τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Στην Κωνσταντινούπολη, την Βλαχία, την Ρωσία, την Αίγυπτο, ο Μολφέτας εμφανίζεται με εξαιρετική επιτυχία.  
Κατά το διάστημα αυτό, καλοκαίρι του 1896, ο Μολφέτας θα παραγγείλει και την κιθάρα, που το Εργαστήριο Εγχόρδων της Σχολής Μουσικής Τεχνολογίας ανακατασκεύασε, από τον οργανοποιό Δημήτριο Μούρτζινο. Ο Καββαδίας και πάλι, μας μεταφέρει την ενδιαφέρουσα ιστορία της παραγγελίας αυτής: Μεταξύ δύο συναυλιών του στο Εξωτερικό, περαστικός από την Αθήνα, ο Μολφέτας επισκέφθηκε τον Μούρτζινο, του έδειξε το σχέδιο της κιθάρας που ήθελε και τον ρώτησε για την τιμή. Ο Μούρτζινος ζήτησε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 500 δραχμών, το οποίο ο Μολφέτας αποδέχθηκε και συμφώνησε μετά από δίμηνο να παραλάβει την κιθάρα από το κατάστημα, όλα αυτά όμως χωρίς να δηλώσει στον Μούρτζινο ποιος ήταν. Όταν τον Οκτώβριο του 1896 ο οργανοποιός παρέδωσε την κιθάρα στον Τζώρτζη Μολφέτα και τον άκουσε να παίζει, για να την δοκιμάσει, εντυπωσιασμένος τον ρώτησε: «Μην είσαι ο Μολφέτας;». Με την καταφατική απάντηση ο Μούρτζινος, συγκινημένος, δεν δέχθηκε να λάβει χρήματα και ως μόνο αντάλλαγμα ζήτησε να γράψει την εντός της κιθάρας αφιέρωση στον ποιητή. Είναι η στιγμή που ο κατασκευαστής οργάνων ξεπερνάει τον τεχνίτη και εκδηλώνει σε όλη του την μεγαλοπρέπεια τον καλλιτέχνη, που πρέπει να έχει μέσα του!   
Ο Μολφέτας όμως, δεν θα παρασυρθεί από την δόξα του δεξιοτέχνη μουσικού. Η έλξη που του ασκούσε η κεφαλληνιακή γη και η στιχουργία, ίσως και το γεγονός ότι οι δεξιοτέχνες κιθαρίστες δεν είχαν ακόμη καταξιωθεί στην συνείδηση του μουσικού κοινού, θα τον οδηγήσει στην παύση των δημόσιων εμφανίσεων. Εξαίρεση κάνει περίπου δέκα χρόνια μετά, όταν εμφανίζεται στο θέατρο του Αργοστολίου «Κέφαλος», για φιλανθρωπικούς σκοπούς, κατενθουσιάζοντας το κοινό. Στο τελευταίο «ανκόρ», μάλιστα, του ρεσιτάλ αυτού, ο Μολφέτας μιμήθηκε τον Παγκανίνι. Έσπασε τις πέντε χορδές της κιθάρας του και έπαιξε μόνο με την μία!
Την ίδια εποχή (τέλη Μαρτίου – αρχές Απριλίου 1904), ο Μολφέτας δίνει ρεσιτάλ και σε φιλανθρωπική εκδήλωση στο Ληξούρι. Η εκδήλωση αυτή, στην οποία ο Μολφέτας αφιερώνει ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, πραγματοποιήθηκε στο κτίριο που υπήρχε στην θέση του σημερινού Θεάτρου. Ένα «άσχημο» κτίριο, όπως βλέπουμε στην φωτογραφία, που όμως το Ληξούρι το είχε μετατρέψει σε «παλάτι» με Βασιλιά τον Ληξουριώτικο πολιτισμό, καθώς είχε μετατραπεί σε θέατρο. Ανήκε στον Ι.Ν. Παντοκράτορος, όπως και τα γύρω από αυτό κτίρια, τα οποία (ίσως και το ίδιο παλαιότερα), εκμισθώνονταν τότε ως σταφιδαποθήκες  (σαράγες). Ο Μολφέτας βεβαίως σχολιάζει το γεγονός και σε αρκετά ποιήματά του επαινεί, με τον σκωπτικό του τρόπο, τους Ληξουριώτες, που «θέατρο στελιάζουνε σε σταφιδαποθήκη». Το κτίριο αυτό, αργότερα, θα αποκτήσει και την Bασίλισσά του, καθώς σε αυτό θα στεγαστεί, τέλη δεκαετίας του ‘20 αρχές του ’30, η Φιλαρμονική Σχολή Ληξουρίου, μέχρι τους σεισμούς του 1953.

Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου μια προσωπική εκτίμηση για το παίξιμο του Μολφέτα, προς κρίση από όσους από εσάς (και είστε πολλοί) γνωρίζετε μουσική πολύ καλύτερα από εμένα:
Εκτός από δύο δικές του συνθέσεις και μία διασκευή από την «Τραβιάτα», ο Μολφέτας στην ανωτέρω, στον Κέφαλο, συναυλία του έπαιξε και το κουαρτέτο από το «Ριγκολέτο». Η επιλογή και η δυνατότητα εκτέλεσης στην κιθάρα αυτού του κομματιού, όπου ο Δούκας, η Μανταλένα, ο Ριγκολέτο και η Τζίλντα, εκφράζουν διαφορετικό ο καθένας συναίσθημα, με διαφορετικές μελωδίες, που συμπλέκονται όμως μεταξύ τους αρμονικότατα, αποδεικνύει ότι ο Μολφέτας δεν είχε μόνο τα χαρίσματα της τεχνικής ευχέρειας και της μελωδίας, αλλά και αυτό της αντίληψης και μετάδοσης της αρμονίας.  Όπως έγραψε και κάποια Αλεξανδρινή εφημερίδα, μετά την εκεί συναυλία του: «….ουχί κιθάραν αλλ’ ολόκληρον ορχήστρα νομίζει τις ότι ακούει».
Βλέποντας κάποιος τις εξαιρετικές επιδόσεις του Μολφέτα σε δύο είδη Τέχνης, την Ποίηση και την Μουσική, ίσως πιστέψει ότι έχει να κάνει με έναν άνθρωπο πολυσχιδή, μια ευφυή διάνοια, που μπορούσε να ασχολείται ταυτόχρονα με δύο διαφορετικά αντικείμενα. Κατά την γνώμη μου όμως δεν είναι έτσι.
Ο Μολφέτας πάνω απ’ όλα ήταν Μουσικός. Η ίδια μουσική, που ξεχυνόταν  από τις άκρες των δακτύλων του στην κιθάρα του, έβγαινε και από την πένα του όταν έγραφε τις στήλες του «Ζιζανίου». Το αποδεικνύει η μορφή των στίχων του, αλλά και η ουσία της σάτιράς του.
Στίχος άρτιος, «ρέων», απόλυτα ρυθμικός, με ομοιοκαταληξία άψογη, με λέξεις της καθαρεύουσας, της αρχαϊζουσας και του τοπικού ιδιώματος τέλεια συνταιριασμένες. Δομή που αφήνει τον αστεϊσμό, το σκώμμα να ακουστεί τελευταία στιγμή, εντυπωσιακά, σαν την λύση μιας συγχορδίας διάφωνης. Σάτιρα που ενοχλείται από κάθε κοινωνική δυσαρμονία και με την σειρά της την θίγει. Όλα αυτά τα στοιχεία της ποίησης του Μολφέτα, μας δείχνουν ότι, όταν με καταπληκτική ταχύτητα έγραφε τις σελίδες της εφημερίδας του, άκουγε Μουσική. Γι αυτό και στον τίτλο της ομιλίας μου τον χαρακτηρίζω ως Μουσικό Ποιητή, χωρίς κόμμα, χωρίς παύλα, χωρίς καμία διάκριση μεταξύ των δύο ιδιοτήτων.
Και φτάνουμε σε ένα καίριο, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα: 
Από πού ακούει ο Μολφέτας την Μουσική που μας μεταδίδει;
Για έναν συνθέτη μουσικής το ερώτημα της έμπνευσης είναι αδύνατον να απαντηθεί. Για τον Μολφέτα όμως, έναν Μουσικό Ποιητή, μπορούμε να έχουμε μια υποψία έστω, μέσα από το νόημα και τον στόχο του σατιρικού του λόγου.
Η σάτιρα του Μολφέτα δεν διακρίνεται από την τυφλή δηκτικότητα του ηθικιστή Λασκαράτου, ούτε από την άτεχνη έκχυση χολής της εξημμένης διάνοιας του Γιωργαντάρα, ούτε  από την απογοήτευση και πικρία του Άβλιχου και του Ξυδάκτυλου. Είναι μια σάτιρα γνήσιου, σεμνού, καλοσυνάτου χαμόγελου. Δεν έχει σκοπό να απεκδύσει το αντικείμενό της για να αποκαλύψει κάποια δύσμορφη γυμνότητα.
Τα τρωτά, τα στρεβλά, η υποκρισία προσώπων και κοινωνιών, για τον Μολφέτα μοιάζουν με πύργους από τραπουλόχαρτα, που με ένα αβρό χάδι του, ένα απαλό φύσημά του γκρεμίζονται και αυτό που μένει είναι το ανεπιτήδευτο, το γνήσιο, το αληθές, αυτό που τελικά ο καθένας έχει μέσα του και αποτελεί το κοινό κάθε κοινωνίας και που ο Μουσικός Ποιητής ξέρει ότι υπάρχει και μπορεί να το δει. Δεν είναι τυχαίο ότι σε δύο - τρεις περιπτώσεις, που ο Μολφέτας έχασε την ψυχραιμία του ή την αισθητική του ή ξέφυγε η πένα του και έθιξε υπερβολικά κάποια πρόσωπα, ο στίχος του είναι τόσο μουσικός, τόσο άψογος, που, χωρίς και ο ίδιος να το θέλει, ξεχνάει ο αναγνώστης το ατόπημα και κρατά την αρμονία της ποίησης. 
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Μολφέτας αγαπώντας αληθινά όλες τις κεφαλληνιακές κοινωνίες (Αργοστόλι, Σάμη, Πρόννους, Λειβαθώ, την πατρίδα του την Έρισσο, της παροικίες του Εξωτερικού και ιδιαίτερα την πόλη μας, το Ληξούρι, που τόσο του έμοιαζε), συνειδητά ή υποσυνείδητα κατορθώνει να αισθανθεί την κοινωνική αρμονία, την απόλυτη, δηλαδή, αρμονία. Την μουσική που αποπνέει το μυστηριακά πολυυπόστατο Ένα, η ψυχή μιας πόλης. Μπορούμε να πούμε ότι ο Μολφέτας εμπνεύστηκε απόλυτα από την πολυδιάστατη, μοναδική Κεφαλονιά, όπερ έδει δείξαι.
Κάποτε όμως, οι κοινωνίες – βιότοποι του Μολφέτα θα μεταλλαχθούν. Ο σταδιακός και διστακτικός «αστικός εκσυγχρονισμός» του ελληνικού κράτους, από το 1910 και μετά, με την έλευση του Βενιζέλου, τους Βαλκανικούς πολέμους, την ανάκτηση των Νέων Χωρών θα γίνει ραγδαίος. Ο σαραντάρης Μολφέτας παρασύρεται από το ρεύμα της εποχής. Φανατισμένος εξ αρχής υπέρ του Βενιζέλου θα δεχτεί, επηρεασμένος ίσως και από την οικονομική προσφορά του να αγοράζει 200 φύλλα για τα μέλη του κόμματος, να μεταφέρει, το 1915, την έδρα του «Ζιζανίου» στην Αθήνα. Δεν θα προλάβει όμως να βγάλει πολλά φύλλα. Μακριά από την γη που αντλούσε δύναμη, ο Μουσικός Ποιητής θα αρρωστήσει από πνευμονία και θα φύγει από την ζωή, σε ηλικία 45 ετών. Λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο, κλείστηκε για ώρα, μόνος στο γραφείο του και με την κιθάρα του έπαιξε, για τελευταία φορά, την Μουσική του.