Με κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου, ίνα μην κρουνηδόν
αναβλύσουν προ του φρικτού θεάματος του
φερέτρου σου, πεφιλημένη!
Λυγμοί πνίγουν την φωνή μου. Τρέμουν τα χείλη μου, ολίγον προ
του τελευταίου ασπασμού επί του καθαρού μετώπου σου.
Και όμως! Ως θλιβερό καθήκον μού επιβάλλει, κατορθώνω να
αρθρώσω ολίγας λέξεις επί της αιφνιδίου θανής σου:
Ήσουν ζωηρά και ευπροσήγορος με τους φίλους. Ήσουν αυστηρή
και σκληρή με τους εχθρούς. Ήσουν και του σαλονιού και του λιμανιού, αλλά όχι
του ληξουριώτικου λιμανιού. Ήσουν μια δυναμική λάτρης της εξουσίας. Της δικής
σου και των οικείων σου.
Πάνω απ’ όλα ήσουν αυτή,
που προσέφερες την πιο μεγάλη υπηρεσία στον Ληξουριώτη: Εξέφρασες εμβληματικά
τον κακό του εαυτό, δίδοντάς του την ευκαιρία να τον αντιμετωπίσει ενώπιος ενωπίω
και να τον κατανικήσει.
Τίποτε δεν προμήνυε τον τρόπο που θα εξέλειπες από τον
μάταιον τούτον πολιτικόν βίον.
Γνωρίζαμε όλοι βεβαίως, εχθροί και φίλοι, ότι η ύπαρξη σου
κρεμόταν από μία λεπτή κλωστή. Κι εσύ το γνώριζες! Το γνώριζες καλά κι ας
έδειχνες τόσο σίγουρη και μακάρια, μετρώντας ηδονικά τα 5 έτη, τους 60 μήνες,
τις 1826 ημέρες, τις 43824 ώρες, τα 2.629.440 λεπτά της παραμονής σου στον
πολυποίκιλτο θρόνο σου.
Πιστεύαμε, όμως, ότι το τέλος σου θα έλθει από αίτια
παθολογικά ή ίσως από κάποιο φονικό χέρι αντιπάλου.
Ήταν τόση η
αυτοπεποίθηση και η φιλαυτία σου, όταν ζεϊμπεκοειδώς πανηγύριζες την μεγαλειώδη
νίκη σου στον Κούτουπα, όταν κατακεραύνωνες ως «κακομοίρηδες», «φωνακλάδες»,
«γραφικούς» τους επικριτές σου, όταν αυτάρεσκα δεχόσουν τους λιβανωτούς από τους οπαδούς
σου, που κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα κατέληγες στην τραγική
επιλογή της αυτοκτονίας!!!! Ότι εσύ η ίδια θα κατηύθηνες το μαχαίρι που έσχισε σαν χαρτί το εκ
μπετόν αρμέ κορμί σου.
Πώς μπόρεσες, αλήθεια; Πώς έφτασες να παραδοθείς, να αρνηθείς
την συνέχεια σου, την ίδια σου την
θηριώδη αυτοεκτίμηση, να πεις «πάει ο καιρός που έπαιρνα τηλέφωνα και ζήταγα
λεφτά από τα Υπουργεία» και μόνη σου να κλείσεις την πόρτα του χρονοντούλαπου
της Ιστορίας βυθιζόμενη στο ζοφερό του σκότος;
Να έφταιξε άραγε η
πρόσφατη εκλογική σου αποτυχία στις εθνικές εκλογές; Να έφταιξε η τραγική
απώλεια του αγαπημένου σου Χρυσοχοϊδη; Να
έφταιξε η διαφαινόμενη κατάργηση του δημιουργού σου «Καλλικράτη»;
Μόνο εσύ το ξέρεις. Ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι δεν θα το μάθουμε ποτέ. Διότι δεν έχουμε πλέον
χρόνο, φίλη, να ασχοληθούμε μαζί σου. Καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ουσιώδη
προβλήματα της πραγματικής ζωής μας. Καλούμαστε να ξαναφέρουμε την ζωή στον
ρημαγμένο τόπο μας. Άλλωστε, η ταχύτατη σήψη του εκ μπετόν αρμέ πτώματός σου,
μας αναγκάζει γρήγορα να προβούμε στον ενταφιασμό σου.
Πριν από αυτό όμως, νοιώθω την ανάγκη να απευθύνω τον λόγο
μου στην κ. Βουλευτή Κεφαλληνίας & Ιθάκης, που σκεπτική στέκει κι αυτή
ενώπιον της σεπτού σορού σου.
Κυρία Βουλευτή, το
άδοξο τέλος της ατυχούς «Ισχυρής Κεφαλλλλονιάς», πρέπει να σας παραδειγματίσει.
Η ηθελημένη αδιαφορία, η ολιγωρία, η αναλγησία της εκλιπούσης και της προηγούμενης
συγκυβέρνησης, για τα έργα αποκατάστασης
στο Ληξούρι, δεν μειώνουν την από εδώ και πέρα ευθύνη σας. Αντιθέτως την αυξάνουν.
Το Ληξούρι, χτυπημένο σκληρά από Εγκέλαδο και Καλλικράτη, δεν μπορεί να ανεχθεί
ούτε διαπραγματεύσεις ούτε προθεσμίες - γέφυρες. Όποια και αν είναι η
οικονομική κατάσταση της χώρας, τα έργα στην πόλη και τα χωριά μας πρέπει να
αρχίσουν άμεσα, χωρίς γραφειοκρατικές προφάσεις.
Σκεφτείτε το αυτό, κυρία Βουλευτή και ελάτε να απευθύνουμε
μαζί το ύστατο «χαίρε» στην αξιομακάριστον και αείμνηστον «Ισχυρή
Κεφαλλλλονιά».
Αντίο «Ισχυρή Κεφαλλλλονιά»! Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ.
Αλίμονο αν σε ξεχάσουμε!