Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

«Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», Οδυσσέα Ελύτη

Ένα ποίημα για μια Ιστορία που γράφηκε από τους ηττημένους....  

Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μέσ’ στη λύπη του
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου
Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ – κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους κι έβγανε απ’ όλους
Έναν που του χαμογελούσε τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θ ά λ α σ σ α έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια
Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν
Και μια νύχτα θυμάται σ’ ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε
ΙΙ
Θε μου και τώρα τι Που ‘ χε με χίλιους να παλέψει
χώρια με τη μοναξιά του ποιος αυτός πού ’ξερε μ’ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι
Που όλα του τά ‘χαν πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το τρικράνι του το μυτερό και το τειχιό που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σα ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει ( πώς κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ’ τη θάλασσα…)
Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ’ ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές πού’ σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μέσ’ στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Και αντίκρυ σ’ όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μέσ’ στον γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
«Μεσημέρι από νύχτα – όλ’ η ζωή μια λάμψη ! » φώναξε κι όρμησε μέσ’ στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
Κι αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλομάδα να τον κυριεύει
ΙΙΙ
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα οι αυλές βουτούσαν μέσα στον χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ’ τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ’ ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι’ άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών σταλάζοντας ιώδιο , τα κλωνάρια
Του’ φερναν Ενώ κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ’ αρχαία και καπνισμένα πλοία όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μεσ’ στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μεσ’ στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος
Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας !